Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Για να κατανοήσουμε τη κρίση...



Η δημόσια οπτική του πανεπιστημιακού ζητήματος

Θα ήταν απλοϊκό και αφελές να δεχτούμε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απλώς και ουδέτερα καθρεφτίζουν την δημόσια αντίληψη για το πανεπιστημιακό ζήτημα. Πιο εύκολο είναι να δεχτούμε ότι έχουν μια δική τους στρατηγική «κατασκευής» του ζητήματος και ότι με δεδομένη την επηροή τους, γίνονται έτσι ενεργός παράγοντας του ζητήματος. Προφανώς με τον ισχυρισμό μου αυτό δεν προσχωρώ στην απλοϊκή θεωρία της συνομωσίας που προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα πάνω στη βάση κάποιων επιμελώς κρυμμένων στο παρασκήνιο «δακτύλων». Αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι τα σημερινά ΜΜΕ, υπακούοντας στη νομοτέλεια που τους επιβάλλει η επιχειρηματική (αλλά όχι μόνο) ιδιότητά τους, διαμορφώνουν την πληροφορία ως εμπόρευμα κατάλληλο για να πουληθεί, περισσότερο, παρά ως αντικειμενική μεταφορά δεδομένων. Η τακτική αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στην τηλεόραση, αλλά πλησίστια μεταφέρεται και στον έντυπο καθώς και στον ηλεκτρονικό Τύπο, στο μέτρο που και αυτός δομείται πάνω στη βάση επιχειρηματικών σκοπών. Η επιχειρηματική λειτουργία του εκδηλώνεται με την πρόταξη της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας ως κρίσιμων παραγόντων της πολιτικής του. Έτσι υποχωρούν οι άλλες μορφές σκοπιμότητας (π.χ. ιδεολογικοί) που παλιότερα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη στρατηγική των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

‘Ό,τι αφορά το πανεπιστημιακό ζήτημα γίνεται αντικείμενο σχετικής σκόπιμης διαμόρφωσης όταν πρόκειται να παρουσιαστεί στους ακροατές ή τους αναγνώστες. Γνώμονας, η εξασφάλιση μεγαλύτερης ακροαματικότητας. Η αντικειμενικότητα και η αντιπροσωπευτικότατα υποχωρεί μπροστά σε αυτό το υπερκριτήριο. Γνωρίζουμε, δε, όλοι ότι ο μετασχηματισμός της πληροφορίας σε στοιχείο διασκέδασης υπερτερεί της προβολής τους μέσα από αυστηρές ορθολογικές δομήσεις του λόγους και της εικόνας. Έτσι, λ.χ. ο καυγάς προτιμάται από τον νηφάλιο διάλογο, ο ‘τηλεοπτικός αστέρας’ προτιμάται (και κατασκευάζεται) από τον βαρετό ειδικό ερευνητή κ.ο.κ. Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η άποψη του Neil Postman επί του προκειμένου, όταν σημειώνει ότι « … ο πολιτισμός μας ανακάλυψε έναν καινούργιο τρόπο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, ειδικά τα σοβαρά θέματα. Η φύση του λόγου αλλάζει, καθώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι είναι θέαμα και τι όχι γίνεται ολοένα πιο δυσδιάκριτο»
[1].

Βασικό εργαλείο για αυτού του είδους τις διαμορφώσεις της εικόνας του ζητήματος είναι η συστηματική παραβίαση της επιστημονικής αρχής ότι αντικειμενικότητα της πραγμάτευσης ενός θέματος επιβάλλει την συστηματική αποφυγή της τακτικής των ad hominem επιχειρημάτων. Αντίθετα, τα σύγχρονα ΜΜΕ κάνουν κατάχρηση της τακτικής αυτής με μια επιπρόσθετη νόθευση της επιστημονικής μεθοδολογίας: Κατασκευάζουν τα ίδια τους «έγκυρους» συνομιλητές τους – τους κατασκευάζουν στα μέτρα των αναγκών τους – και στη συνέχεια τους χρησιμοποιούν ως αξιόπιστους εφαρμοστές της κρυφής τακτικής τους. Πάλι ο Postman διεισδυτικά παρατηρεί: «… η τηλεόραση
[2] προσφέρει ένα νέο ορισμό της αλήθειας: Η αξιοπιστία εκείνου που μιλάει είναι η ύψιστη απόδειξη της αλήθειας μίας πρότασης. Η ‘αξιοπιστία’ εδώ δεν έχει σχέση με το ιστορικό του εκφωνητή ως ‘μεταφορέα’ ανακοινώσεων που αφορούν όσα γεγονότα πέρασαν το αυστηρό τεστ της αλήθειας. Αναφέρεται μόνο στην εντύπωση της ειλικρίνειας, της αυθεντικότητας, της φερεγγυότητας ή της γοητείας [..] που αποπνέει ο ίδιος ο ηθοποιός/δημοσιογράφος[3]»[4]. Το εξαιρετικά σημαντικό στην θέση αυτή είναι ότι ένα είδος «αξιόπιστου αχυράνθρωπου» κατασκευάζεται από τα ίδια τα μέσα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ακροαματικότητας/ αναγνωσιμότητάς τους. Η κατασκευή του χρηστικού αυτού πρότυπου γίνεται σε πρώτο επίπεδο με την προεπιλογή των ιδιοτήτων που πρέπει να φέρουν οι φορείς της εγκυρότητας. Σε μια τυπική παρουσίαση του μηνύματος, ιδίως όταν πρόκειται για αμφιλεγόμενο αντικείμενο, η πρώτη ιδιότητα που χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής του ποιος θα μιλήσει είναι η «αντιπροσωπευτικότητα» του ομιλητή. Η αντιπροσωπευτικότητα συνήθως κρίνεται από την ιδιότητα του αιρετού. Έτσι σε μια αντιπαράθεση για θέματα εκπαίδευσης ο δημόσιος διάλογος σκηνοθετείται κατά κανόνα μεταξύ κάποιου ή κάποιων συνδικαλιστών και κάποιων πολιτικών. Με τον τρόπο αυτό φωτίζονται μεν οι γνώμες, αλλά ελάχιστα τα δεδομένα του ζητήματος. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις τα δεδομένα στρεβλώνονται για να ταιριάξουν στις προκατασκευασμένες γνώμες. Ο νηφάλιος λόγος του ειδικού επιστήμονα είτε απουσιάζει είτε στριμώχνεται σε μια σκηνοθεσία αντιπαράθεσης συνθημάτων και συμβολισμών. Ο συνδικαλιστής φορτώνεται τεχνητά με κύρος για να εκφέρει γνώμη επί της υποτιθέμενες αντικειμενικής αλήθειας και όχι για να εκφράσει απλώς την άποψη της ομάδας συμφερόντων που εκπροσωπεί. Και ο πολιτικός είτε επιτίθεται είτε αμύνεται για τις κομματικές θέσεις του, εξοπλισμένος και αυτός τεχνητά με κύρος ως εκφραστής της αλήθειας και όχι των πολιτικών ή ιδεολογικών θέσεων που στην ουσία προβάλλει. Μέσα από αυτή την σκηνοθεσία εν τέλει ο ακροατής/αναγνώστης μένει με την εντύπωση του κύρους των αληθειών που υποτίθεται ότι ακούει «επειδή το είπε η τηλεόραση ή το έγραψε η εφημερίδα». Εδώ, δηλαδή, έχομε μια ιδιότυπη χρήση του ad hominem επιχειρήματος, όπου το υποκείμενο κύρους έχει συλλογικό χαρακτήρα και το κύρος του έχει καλλιεργηθεί από τον ίδιο με την κατάλληλη σκηνοθεσία. Δεν έχει προκύψει μέσα από την κάμινο της θετικής γωσεολογικής διαδικασίας. Το κοινό, έτσι, μάλλον στραβώνεται παρά διαφωτίζεται και η κοινή γνώμη διαμορφώνεται κατά τις σκοπιμότητες αντί να δημιουργείται με τη γνώση και την έλλογη κρίση. Με αυτό τον μηχανισμό, τα θέματα εκπαίδευσης, ανάμεσα στα οποία και το πανεπιστημιακό ζήτημα έχουν γίνει προεχόντως έρμαια εκπομπών και συνοπτικών δημοσιευμάτων αμφίβολης τεκμηρίωσης. Το δράμα είναι ότι στη χώρα μας το πανεπιστημιακό ζήτημα διαμορφώνεται προεχόντως σε αυτό το πεδίο ενώ σε άλλες χώρες της Δύσης η ανάλογη ενδεχομένως παθογένεια εξισοροποπείται από μία παράλληλη πλούσια επιστημονική και φιλοσοφική βιβλιογραφία. Εκεί, τουλάχιστο, η ακαδημαϊκή κοινότητα αναστοχάζεται εναγώνια και δημιουργικά στο ίδιο το γήπεδό της. Δεν συμβαίνει, δυστυχώς, το ίδιο και σε εμάς.

Το αποτέλεσμα αυτού του είδους του δημόσιου διαλόγου δεν είναι κάτι που πρέπει να το αγνοήσουμε συγκαταβατικά. Είναι εξαιρετικά αρνητικό για την προοπτική λύσης του πανεπιστημιακού ζητήματος. Η κυριότερη συνέπεια είναι ότι διαμορφώνεται κοινή γνώμη που είναι εχθρική σε κάθε ορθολογική συστημική παρέμβαση. Κοινή γνώμη που μετατρέπεται σε πολιτική έκφραση με πρώτη ευκαιρία (π.χ. εκλογικά αποτελέσματα), και αναπαράγει απλώς την εικόνα που τα Μέσα σκηνοθετούν. Η σκηνοθεσία έχει συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά:

Εκφράζει τα τυπικά λαϊκίστικα στερεότυπα
Προβάλλει περισσότερο την «σύγκρουση» (καυγά μεταξύ προσώπων) παρά την νηφάλια πραγμάτευση
Καλύπτει το ζήτημα με τις προκατειλημμένες (biased) συντεχνιακές οπτικές
Αποκρύπτει ότι θα μπορούσε να φανεί «βαρετό» και πολύπλοκο στο ευρύ κοινό (κατά την εκτίμηση των σκηνοθετών, πάντα).

Μια καταγραφή των κύριων θεμάτων που προβάλλονται απεικονίζει εύκολα την προκατειλημμένη διερεύνιση του ζητήματος:

· Εισαγωγικές εξετάσεις ως μαζική τραγωδία των 18άρηδων και των γονέων τους.
· Η βία
· Η σύγκρουση πολιτικών παρατάξεων
· Τα οικονομικά των πανεπιστημίων (χωρίς αναφορά σε δείκτες εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου)
· Η πανεπιστημιακή διαφθορά (νεποτισμός, αδιαφάνεια οικονομικής διαχείρησης κλπ.)
· Νομοθετικές δραστηριότητες (με διάθεση νομολαγνίας)

Από την σκηνοθετημένη επικαιρότητα λείπουν αντίθετα σχεδόν παντελώς αναφορές σε ουσιαστικές ποιοτικές διαστάσεις του ζητήματος, όπως
-Η παιδαγωγική των μαθημάτων
-Η αξιολόγηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων (πλην περιπτώσεων που εντυπωσιάζουν ή προβάλλουν προνομιακούς για τα Μέσα χώρους)
-Ποιότητα κι αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών
-Λειτουργίες και συνέπειες του «κρυφού curriculum”
-Λειτουργία του ανθρώπινου δυναμικού.

Τα Μέσα δημιουργούν έτσι μια κατασκευασμένη ιδεατή πραγματικότητα που απέχει παρασάγγες από την ουσία του ζητήματος όπως θα την όριζε μια νηφάλια ακαδημαϊκή αποτύπωση. Εκείνο, όμως, που έχει ύψιστη σημασία είναι ότι και το ίδιο το ακαδημαϊκό προσωπικό, για λόγους που ίσως διερευνηθούν σε άλλη αφορμή, δεν τολμά να αντιπαρατάξει την δική του εκδοχή της ακαδημαϊκής πραγματικότητας. Αυτό φαίνεται από την φτώχια της ερευνητικής παραγωγής που αναλογικά προς την σημασία του ζητήματος θα έπρεπε να είναι πληθωρική. Στη συντριπτική πλειονότητά της η ακαδημαϊκή κοινότητα στην αγωνία της, ή για συμφεροντολογικούς συχνά λόγους, προσχωρεί και συντονίζεται με την εικονική πραγματικότητα των Μέσων. Εντάσσεται στο σύστημα δημοσιότητας προδίδοντας έτσι το ακαδημαϊκό σύστημα της καταγωγής της. Αλλά, όπως λέει εύστοχα ο Castells, “το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την ένταξη στο σύστημα είναι η προσαρμογή στη λογική του, στη γλώσσα και στα σημεία εισόδου του, στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση [των μηνυμάτων του]»
[5]. Έτσι, ο ακαδημαϊκός κόσμος της Ελλάδας αλλοτριώνεται από ένα εξωγενές σύστημα που έχει διαφορετικούς σκοπούς και προσανατολισμούς και προδίδει το βασικό καθήκον του αναστοχασμού πάνω στην κατάστασή του, που είναι θεμελιώδες για την ομοιοστασία της κοινότητάς του. Ελάχιστα τονίζεται, αλλά αυτή είναι μια πλευρά του πανεπιστημιακού ζητήματος που έχει κεφαλαιώδη σημασία, τόσο ως ερμηνευτικός παράγοντας των παθογενειών του, όσο και ως ελλείπων συντελεστής της όποιας προσπάθειας για ανάταξη.

[1] Νίλ Πόστμαν, Διασκέδαση μέχρι Θανάτου: Ο Δημόσιος Λόγος στην εποχή του Θεάματος», Εκδόσεις Δρομέας, Αθκήνα 1998, σελ. 108.
[2] Και ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος που λειτουργεί πλέον σε μεγάλο κατ΄ απομίμηση της τηλεοπτικής «παραγωγής», προσθέτω εγώ.
[3] Ή πανελίστας, προσθέτω εγώ.
[4] Op.cit. σελ. 111-12
[5] M.Castells, The Rise of the Network Society, 2η έκδοση, Blackwell, Oxford 2000, σελ.405.

Δεν υπάρχουν σχόλια: