Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009



ΜΠΟΡΕΊ Η ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΝΑ ΛΥΣΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΒΙΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ??



  1. Παίρνω αφορμή από τις σκέψεις και παρατηρήσεις συναδέλφου, στα πλαίσια άλλου δικτύου, σχετικά με την «αστυνόμευση» ως πιθανή λύση του προβλήματος βίας που αντιμετωπίζουν πλέον συστηματικά τα πανεπιστήμιά μας, για να μοιραστώ μαζί σας μερικές δικές μου σκέψεις πάνω στις οποίας προσπαθώ να δουλέψω λίγο πιο συστηματικά αυτό τον καιρό. Θα με ενδιαφέρανε πολύ τα όποια δικά σας σχόλια.

  2. Είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι το πρόβλημα της βίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με οποιαδήποτε ‘αστυνομική’ μέθοδο, όσο έξυπνη και αν είναι. Η βία με ποικίλες μορφές και εκφάνσεις είναι διάχυτη στη πανεπιστημιακή ζωή μας, αφενός, και αφετέρου καμιά από τις συνιστώσες ομάδες της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει σχεδόν το παραμικρό από το υλικό και ψυχολογικό κεφάλαιό της για την υπεράσπιση του ακαδημαϊκού χώρου από την εισαγόμενη βία.

  3. Η ‘εισαγόμενη’ βία δεν μπορεί να παρεμποδιστεί με «ελέγχους εισόδου» (έλεγχο ταυτοτήτων λ.χ.) επειδή η πλειονότητα της ακαδημαϊκής κοινότητάς μας δεν αισθάνεται ότι υπάρχουν «σύνορα» προς υπεράσπιση. Τόσο ο πραγματικός όσο και ο συμβολικός χώρος του πανεπιστημίου είναι πλέον ένα είδος ‘no man’s land’ για την πλειονότητα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πανεπιστημιακή κοινότητα. Η κατάσταση μοιάζει σαν να καλείς ένα πληθυσμό να προασπίσει τα σύνορα της ‘πατρίδας’ του όταν η πλειονότητά του δεν τον αισθάνεται ως πατρίδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η χώρος μετατρέπεται σε χώρο καταφυγής των όποιων ομάδων προτιμούν την ανομία και δεν βρίσκουν αλλού εύκολο καταφύγιο. Όταν αναφέρομαι στην ‘ανομία’ δεν εννοώ μόνο την εμφανή βία απλώς, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο. Για παράδειγμα θυμίζω τον νεποτισμό που βασανίζει το κύριο ακαδημαϊκό σώμα μας και που ακόμη και όταν πάρει ακραίες διαστάσεις (π.χ. περίπτωση οικογένειας Χριστινάκη στην Κοινωνική – τρομάρα τους- θεολογία) δεν συναντά την ιδανικά αναμενόμενη αντίδραση. Με την λογική αυτή, οι μεν ‘μπαχαλάκηδες’ βρίσκουν το καταφύγιό τους στο άσυλο των ακαδημαϊκών χώρων, οι δεν νεποτιστές (και άλλοι πρωταθλητές των πελατειακών, διαπλεκομένων κ.ο.κ. άνομων συναλλαγών) βρίσκουν το δικό τους άσυλο στην … ακαδημαϊκή αυτονομία.

  4. Αν η ανάλυσή μου είναι σωστή, τότε η οποιαδήποτε αστυνομικής φύσεως αντιμετώπιση της βίας –στο περιορισμένο πεδίο όπου γίνεται η σχετική συζήτηση) πράγματι θα καταλήξει σε φιάσκο. Οι ακαδημαϊκοί αστυνόμοι θκα αχρηστευθούν πολύ γρήγορα, επειδή στην κρίσιμη στιγμή της εκτέλεσης των καθηκόντων τους κανείς δεν θα τους στηρίξει, στη συνέχεια θα γίνουν με τη σειρά τους γρανάζι στο συνολικό σύστημα ανομίας ( θα κάθονται άπραγοι και θα παίζουν τάβλι σε κάποιο θυρωρείο) και σε τελική φάση θα ενωθούν με τις δυνάμεις της βίας, κάνοντας με τη σειρά τους κατάληψη για λόγους … μισθολογίου!

  5. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι για να χρησιμοποιηθούν τα όποια κοινά και προφανή μέσα ‘αστυνόμευσης’ πρέπει να προηγηθεί μια διαδικασία επανακατασκευής της αναγκαίας ακαδημαϊκής κοινότητας, δηλαδή η κατασκευή της φαντασιακής ακαδημαϊκής κοινότητας που αντιστοιχεί στο … εθνικό κράτος προκειμένου αυτό να αποκτήσει σύνορα και φρουρούς συνόρων!! Αυτό απαντά και στην απορία της άλλης συναδέλφου που διερωτάται γιατί άραγε τέτοια μέτρα ελέγχου των πυλών ευδοκιμούν σε άλλες χώρες. Προφανώς επειδή έχουν άλλες ακαδημαϊκές κουλτούρες.


Μπορώ εύκολα να καταλάβω ότι μια τέτοια θέση σαν αυτή που τηλεγραφικά καταγράφεται στο σημείωμα αυτό μοιάζει εξαιρετικά αφηρημένη. Όμως, όλες οι υποθέσεις εργασίας για πολύπλοκα ζητήματα όπως είναι αυτό που αφορά την ποιότητα του ακαδημαϊκού πολιτισμού μας και των λειτουργικών σχέσεών του με την έννομη λειτουργία των πανεπιστημίων μας, είναι κατ’ ανάγκη γενικές και αφηρημένες. Δεν αξίζει, όμως, να την συζητήσουμε και – κυρίως- να την αναλύσουμε ακόμη και για την αποδείξουμε εσφαλμένη??
Τι άλλο μας μένει ως ακαδημαϊκοί; Να παίζουμε, άραγε, τους πολιτικούς διαχειριστές; Μήπως αυτή η μανία μας δεν είναι στοιχείο του ίδιου ζητήματος;

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

"Ομότιμος" ως ομολογιούχος !!!




ΟΙ ΟΜΟΤΙΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΚΟΛΛΕΓΙΩΝ

Το είδαμε κι αυτό: Τα εμπορεία πανεπιστημιακών ελπίδων που ονομάζονται «κολλέγια» επιστρατεύουν ομότιμους καθηγητές που δανείζουν το σώμα και τους τίτλους τους για να προσδώσουν ακαδημαϊκό κύρος. Αν δούμε λίγο ειρωνικά το θέμα, φαίνεται σάμπως τα «κολλέγια» να διαφημίζουν έτσι με πολύ έμμεσο τρόπο τα … δημόσια πανεπιστήμια. Γιατί, για ποιο λόγο ένας φοιτητής, ή ένας «φοιτητής» να προστρέξει στα κολλέγια για να βρεί πανεπιστημιακούς καθηγητές και να μη πάει κατ’ ευθείαν στη πηγή: Τα δημόσια πανεπιστήμια. Αυτή είναι η χιουμοριστική πλευρά που αποκαλύπτει τη θολούρα μέσα στην οποία δημιουργείται η λαϊκή αγορά πανεπιστημιακών πτυχίων προς πλουτισμό των επιχειρηματιών της.

Η ουσία όμως βρίσκεται άλλού: Η εμφάνιση των ομότιμων ως κραχτών στα κολλέγια θέτει το προφανές ερώτημα, τι έννοια έχει η αναγόρευσή τους στον τιμητικό αυτό τίτλο. Μήπως είναι συμπλήρωμα – εκλεκτικό- της σύνταξής τους; Δηλαδή μήπως με τον τίτλο του ομότιμου τους δίδεται ένας τίτλος αξιόγραφου, κάτι λ.χ. σαν ομόλογο, από το οποίο μπορεί να δρέπουν ράντες εισοδημάτων στο μέλλον; Το λέω μετά γνώσεως, γιατί με πλησίασαν και μένα κάποιοι καταφερτζήδες για να μου προτείνουν να δώσω το όνομά τους στο ευαγές ίδρυμά του και να εισπράττω μια αρκετά ενδιαφέρουσα μηνιαία αποζημίωση με την διαβεβαίωση ότι δεν χρειάζεται να κάνω και τίποτα. Απλώς ο τίτλος τους ενδιέφερε. Ομολογώ ότι με έπιασε ανατριχίλα γιατί – με το αρωστημένο υποσυνείδητό που φαίνεται ότι έχω – ο νους μου γύρισε πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν ο αλήστου μνήμης Γεώργιος Παπαδόπουλος έβριζε την μεγάλη σύναξη των ακαδημαϊκών μας μέσα στη Βουλή των Ελλήνων όπου τους είχε μαζέψει και κανείς μα κανείς τους δεν πήρε το καπέλο του να φύγει. Βλέπεις και τότε η πρόσοδος του τίτλου μετρούσε περισσότερο από την κοινωνική τιμή που εύκολα την θυμόμαστε όταν θέλουμε να προβάλουμε το γεγονός ότι δεν είμαστε … δημόσιοι υπάλληλοι αλλά είμαστε «λειτουργοί» της κοινωνίας.
Τελικά, παρ’ ότι είμαι κατά τον μέτρων …. καταστολής σε θέματα ήθους, κλίνω προς την άποψη ότι η ακαδημαϊκή μας κοινότητα, αυτή τη φορά, πρέπει να πάρει μέτρα για να υπερασπίσει την τιμή και την υπόληψή της.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Καλή και Χρονιά και ... ένα ανέκδοτο!



ΠΩΣ ΞΕΡΟΥΜΕ, ΑΡΑΓΕ, ΑΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ ???

Καλή (ακαδημαϊκή) χρονιά λοιπόν. Ξεκινήσαμε πάλι με τα καθημερινά που ελάχιστο χρόνο αφήνουν για να σκεφτούμε τα σημαντικά. Αυτό, βέβαια, αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Γιατί, υπάρχει και το αντίστροφο: Να συνεχίσουμε με τα … σημαντικά και να μείνουμε πίσω στα καθημερινά. Θυμάτε κανείς το γνωστό ανέκδοτο; Δυο μεσήλικες σύζυγοι συζητούν για τις σχέση τους με τις συζύγους τους. Ο ένας, ακραιφνής ανδροκράτης λέει:
- Στο σπίτι τα έχω ρυθμίσει όλα με ρεαλισμό. Η γυναίκα μου ασχολείται με το νοικοκυριό και εγώ φροντίζω να έχει αυτά που χρειάζεται για να τα φέρει βόλτα. Έτσι εξασφαλίζουμε μια άριστη συνεργασία.
Ο δεύτερος, πιο προβληματισμένος, ρωτάει εμβρόντητος.
- Καλά, μόνο με τα του οίκου σας ασχολείστε; Τα μεγάλα προβλήματα της πατρίδας και της ανθρωπότητας δεν σας απασχολούν;
Ο πρώτος, γνήσιος ρεαλιστής, απαντά:
- Αυτά δεν έχουν σχέση με τα του οίκου μας. Τα κουβεντιάζω στο καφενείο με φίλους.
Και ο δεύτερος με ύφος επιτιμητικό:
- Αν είναι δυνατόν, φίλε μου! Εμείς τα έχουμε βρει μέσα στο σπίτι χωρίς να ξεχνούμε και τον ρόλο μας στην κοινωνία. Έτσι, η γυναίκα μου ασχολείται με την διοίκηση του οίκου. Δουλεύει κιόλας γιατί εγώ ξέρεις δεν έχω και πολύ κέφι για τα τετρημένα. Κι έτσι μένουν σε μένα όλα τα μεγάλα ζητήματα.
- Δηλαδή, σαν τι;
Ρωτάει ο πρώτος απορημένος.
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο αφοπλισμός, η διεθνής κρίση, τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής και βάλε… Όλο προβλήματα είναι ο πλανήτης μας.

Θα μου πείτε, τώρα: Και τι σχέση έχει το ανέκδοτο με την καινούργια χρονιά;
Μα, μια σκέψη κάνω: Μήπως πολλοί από εμάς μοιάζουμε με τον δεύτερο τύπο του ανεκδότου; Μήπως συζητούμε περισσότερο από ότι χρειάζεται τα «μεγάλα ζητήματα» των πανεπιστημίων μας, γράφε τα της διοίκησης και οργάνωσης τους, και ξεχνάμε ότι η πρώτη μας δουλειά είναι ….. να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας.
Και φτάνω στη εναγώνια απορία μου που με βασανίζει μήνες τώρα και γίνεται τώρα πιο βασανιστική καθώς ξεκινάει ένας ακόμη ακαδημαϊκός χρόνος:

ΠΩΣ ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΝ ΚΑΝΟΥΜΕ (κατά μέσο όρο) ΚΑΛΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΆ ΜΑΣ? ΣΑΜΠΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΎ ΜΑΣ ΕΡΓΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ ?

Θα με υποχρέωνε όποιος θα μπορούσε και θα έκανε τον κόπο να με καθοδηγήσει για το που μπορώ να βρω τέτοια αξιόπιστα δεδομένα. Μετά, θα δούμε τη συνέχεια !!!!

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

24 Απαντήσεις σε 24 ερωτήματα για την πανεπιστημιακή κρίση


Απαντώ με περίπου «αυτόματη γραφή» στα ερωτήματα με τα οποία άνοιξε ένας χρήσιμος διάλογοα σε πολιτικό χώρο. Προφανώς επιφυλάσσομαι για αναλυτικότερες και πιο τεκμηριωμένες απαντήσεις κατά την πρόοδο του διαλόγου.
Σπεύδω να επισημάνω, ότι η δομή του ερωτηματολογίου, με λίγες συμπληρώσεις, κανονικά θα αποτελούσε τον πίνακα περιεχομένων μιας Λευκής Βίβλου. Αυτή λείπει και χρειάζεται για να κάνουμε σοβαρή δουλειά. Επί τέλους ας αποκτήσει και η χώρα μας την Λευκή (μπλε, κίτρινη ή ρόζ, αδιάφορα) Βίβλο για την Εκπαίδευση. Χρειάζεται για να οργανωθεί μια σοβαρή και τεκμηριωμένη συζήτηση. Όλα τα άλλα που κάνουμε είναι χρήσιμα, συμπαθητικά άλλα μη επαρκή. Γιατί? Μήπως στην πραγματικότητα φοβούμαστε την προοπτική που μια αυστηρή και τεκμηριωμένη λογική ανάλυση θα μας δείξει?




Συνολική αρχιτεκτονική του συστήματος

1. Υπάρχει λόγος μεταβολής του συστήματος ως προς την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων -ΤΕΙ, νέων Σχολών, νέων Τμημάτων, νέων Εργαστηρίων, κ.λπ.;

Ι. Το σύστημα ιδρύσεως/αναμόρφωσης οποιασδήποτε δομής στα πλαίσια της Ανώτατης Εκπαίδευσης πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Εν τούτοις πρέπει εξ αρχής να γίνει διάκριση του επιπέδου δομής (διοικητικής/λειτουργικής) στο οποίο αναφερόμαστε: Άλλα είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για την ίδρυση ενός νέου Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ και άλλα εκείνα που αφορούν στην δημιουργία ενός νέου Τμήματος, νέου εργαστηρίου κλπ. Πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στα επίπεδα αναφοράς: (α) Το Πανεπιστήμιο ή το ΤΕΙ αποτελεί ολοκληρωμένη μονάδα (δομή) που την ευθύνη για ίδρυσή του έχει κατά κύριο λόγο ο πολιτικός φορέας που θα επωμιστεί την ευθύνη της εξ αρχής χρηματοδότησής του (περίπτωση κρατικού πανεπιστημίου), ή /και της κατοχύρωσης των ποιοτικών σταθεροτύπων (standards) του (περίπτωση τόσο του κρατικού όσο και του μη-κρατικού πανεπιστημίου) δηλαδή η Κυβέρνηση, δια μέσου του αρμόδιου διοικητικού εκπροσώπου της (Υπουργείο ή Ειδική-ανεξάρτητη Αρχή, όπως ειδικότερα αναφέρεται παρακάτω). (β) Σε ότι αφορά τις εσωτερικές δομές του οιουδήποτε πανεπιστημίου την κύρια ευθύνη πρέπει να έχει το ίδιο το ίδρυμα στα πλαίσια της αυτόνομης / ανεξάρτητης ενάσκησης της λειτουργίας του (βλ. παρακάτω)

ΙΙ. Η ίδρυση οποιασδήποτε κεντρικής δομής (πανεπιστήμιο-ΤΕΙ), καθώς και η χωροθέτησή της πρέπει να γίνεται με αξιολόγηση ολοκληρωμένης μελέτης σκοπιμότητας. Τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα τέτοιο «έργο» πρέπει να είναι εκ των προτέρων διατυπωμένα για να εκφράζουν λειτουργικά τους σκοπούς, στόχους και περιορισμούς της αντίστοιχης πολιτικής (policy). Ως εκ τούτου χρειάζεται να προηγηθεί η ολοκληρωμένη διατύπωση μια τέτοιας πολιτικής. Μια τέτοια πολιτικής μπορεί εν μέρει να «εθνική», δηλαδή να αντικατοπτρίζει την ευρύτατη δυνατή διακομματική (πολιτική συναίνεση), αλλά οπωσδήποτε ένα μέρος της αναπόφευκτα θα εκφράζει τις ξεχωριστές προτεραιότητες που ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός κάθε κόμματος περιλαμβάνει στην πολιτική ταυτότητά του. Για την διασαφήνιση αυτού του θεμελιώδους πλαισίου πολιτικής χρήσιμη θα ήταν εκπόνηση μιας Λευκής Βίβλου από ομάδα εμπειρογνωμόνων, με εντολή της Βουλής.

ΙΙΙ. Η ίδρυση και οποιαδήποτε μεταβολή εσωτερικών δομών(Τμημάτων, εργαστηρίων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων κλπ.) πρέπει να ανήκει στην ευθύνη του κάθε εν ενεργεία ιδρύματος (προφανώς εξαιρούνται τα νεοϊδρυόμενα πανεπιστήμια/ΤΕΙ, για τα οποία η μελέτη σκοπιμότητας οφείλει να αναφέρεται και στην εσωτερική δομή τους). Η ακαδημαϊκή και λειτουργική οργάνωση κάθε ιδρύματος αποτελεί θεμελιώδες πεδίο ενάσκησης του προνομίου της αυτονομίας/ανεξαρτησίας του. Για τα κρατικά πανεπιστήμια είναι προφανές ότι η σύμπραξη της Πολιτείας είναι αναπόφευκτη, στο μέτρο που οποιαδήποτε μεταβολή δομής συνεπάγεται αντίστοιχη μεταβολή του «Στρατηγικού Σχεδίου Λειτουργίας και Αναπτύξεως» (βλ. παρακάτω) που χρηματοδοτείται εν μέρει ή εν όλω από δημόσιου πόρους.


2. Ποιοι φορείς και ποιοι μηχανισμοί πρέπει να αποφα­σί­ζουν; Να συμβουλεύουν / γνωμοδοτούν;

Ι. Τον αποφασιστικό λόγο για την ίδρυση/χωροθέτηση πρέπει να έχει ο διοικητικός φορέας (που εκφράζει και την πολιτική βούληση της πολιτικής ηγεσίας του) που έχει την ευθύνη για την ανάληψη της σχετικής δαπάνης καθώς και για την τήρηση των σταθεροτύπων που υλοποιούν την αντίστοιχη εκπαιδευτική πολιτική. Εν προκειμένω το Υπουργείο Παιδείας.
ΙΙ. Τον αποφασιστικό λόγο για οποιαδήποτε εσωτερική μεταβολή δομής έχει το ίδρυμα που έχει και την ευθύνη για τον σχεδιασμό και εφαρμογή του Στρατηγικού Σχεδίου του.
ΙΙ. Για την ίδρυση/χωροθέτηση γνωμοδοτεί η Ανεξάρτητη Αρχή Παιδείας, με αναλυτική γνωμοδότηση και αξιολόγηση της αντίστοιχης Μελέτης Σκοπιμότητας. Η γνωμοδότηση δεν δεσμεύει μεν την Διοίκηση, της επιβάλλει όμως την υποχρέωση αναλυτικής αιτιολόγησης της τυχόν διαφοροποιημένης αποφάσεώς της. Αυτό σημαίνει ότι δεν αίρεται το πολιτικό περιεχόμενο των αποφάσεων που εν τέλει εκφράζουν τις πολιτικής προτεραιότητες της εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια σε ότι αφορά το σκεπτικό της απόφασης, ώστε εν τέλει να τίθεται υπό ουσιαστική πολιτική κρίση (με ανάλογη συζήτηση στη Βουλή και τελικά με την κυρωτική απόφαση του εκλογικού σώματος στα πλαίσια της λειτουργίας της κοινοβουλευτική δημοκρατίας μας).

ΙΙ. Για οποιαδήποτε εσωτερική μεταβολή δομής την αποκλειστική ευθύνη έχει η διοίκηση του αρμόδιου κάθε φορά ιδρύματος που εντούτοις αποφασίζει ύστερα από σχετικές αναλυτικές γνωμοδοτήσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Παιδείας και της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας που κρίνουν κατά πόσο η πρόταση του ιδρύματος είναι σύμφωνη με την Στρατηγική Σύμβαση Λειτουργίας (βλ. παρακάτω) που το ίδρυμα έχει υπογράψει με το Υπουργείο Παιδείας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμοδότησης, το ίδρυμα καλείται να επαναδιαπραγματευθεί την Σύμβαση με το Υπουργείο για την αναγκαία αναπροσαρμογή της.

ΙΙΙ. Σε όλες τις παραπάνω διαδικασίες, κάθε εμπλεκόμενος φορέας συμβουλεύεται κατά βούληση και με δική του ευθύνη οποιουσδήποτε φορείς, οργανισμούς, οργανώσεις ή άτομα κρίνει ότι μπορεί να υποστηρίξουν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει είτε στη Μελέτη Σκοπιμότητας είτε στις γνωμοδοτήσεις του. Καλό είναι να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκ των προτέρων αναφορά σε συμβουλευτική αρμοδιότητα τρίτων, για να αποφευχθεί η δημιουργία δικτύων και μηχανισμών συντεχνιακής επιβολής.

3. Ποια είναι τα κριτήρια για τη ίδρυση νέων Μονάδων και πως θα διασφαλίζεται ότι δεν θα κυριαρχούν τα πελατειακά αφενός και τα συντεχνιακά αφετέρου. Πως μπορεί να συνυπολογίζονται οι ανάγκες της κοινωνίας, τόσο ως προς τη ζήτηση για φοίτηση όσο και ως προς τη ζήτηση αποφοίτων;

Ι. Οι θεμιτοί λόγοι για την ίδρυση νέων μονάδων μπορεί να είναι ένας από τους εξής ή κάποιοι συνδυασμοί τους:
1. Υπερβάλλουσα ζήτηση θέσεων. Η διάγνωση της υπερβάλλουσας ζήτησης προϋποθέτει ότι έχουν διασαφηνιστεί τα όρια της «φέρουσας ικανότητας» κάθε μονάδας (στα διάφορα επίπεδα). Χωρίς ξεκάθαρη αντίληψη για την φέρουσα ικανότητα, όρια ικανοποίησης της όποιας ζήτησης δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αν θέλουμε μεγάλα, μεσαία ή μικρά πανεπιστήμια, Τμήματα κ.ο.κ. Τότε αυτομάτως ορίζεται και η φέρουσα ικανότητά τους. Η πρόκριση της κλίμακας των μονάδων δεν αυθαίρετη. Μπορεί κάλιστα να αντικατοπτρίζει μια συγκεκριμένη παιδαγωγική αντίληψη, μια ανθρωπολογική ή μικρο-κοινωνιολογική επιλογή κ.ο.κ. Για παράδειγμα, όσο μεγαλώνει η πληθυσμιακή κλίμακα ενός ιδρύματος τόσο αποπροσωποποιούνται πολλές ανθρώπινες ή θεσμικές σχέσεις στο εσωτερικό του, όπως και εντείνονται οι πιέσεις μαζοποίησης της ακαδημαϊκής κουλτούρας και των συλλογικών δυναμικών. Στο επίπεδο του Τμήματος, πάλι, η κλίμακα σχετίζεται με το παιδαγωγικό υπόδειγμα που το Τμήμα εφαρμόζει (διδασκαλία από καθέδρας, σεμιναριακή διδασκαλία, αλληλαναδραστική διδασκαλία κ.ο.κ.). Ένα Κίνημα όπως το ΠΑΣΟΚ οφείλει να έχει ξεκάθαρες θέσεις πάνω στα ζητήματα αυτά.
2. Χωροταξικοί σχεδιασμοί : Όσο κι αν έχουν δαιμονοποιηθεί οι χωροταξικές θεωρήσεις της ίδρυσης πανεπιστημίων, στην πραγματικότητα το που θα χωροθετηθεί ένα νέα πανεπιστήμιο αποτελεί εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Η φιλοσοφία του ‘αστικού’ πανεπιστημίου, λ.χ. ισοδυναμεί με παραδοχή του δυισμού της αστικής κοινωνίας ως αναπότρεπτου παράγοντα κοινωνικών ανισοτήτων ( Το πανεπιστήμιο ταιριάζει μόνο στις μεγαλουπόλεις, ενώ οι επαρχιακές πόλεις πρέπει να είναι ταπεινότερες). Η χωροθέτηση επίσης μπορεί να εξυπηρετήσει εξαιρετικά θεμιτούς στόχους, όπως η ανακυττάρωση των επαρχιακών κοινωνιών, η ενίσχυση της τοπικής ζήτησης, η εξοικείωση των φοιτητών και των καθηγητών με την ζωή εκτός μεγαλουπόλεων κ.ο.κ. Εκείνο, επομένως, που έχει σημασία είναι η τεκμηριωμένη και πειστική αιτιολόγηση της όποιας χωροταξικής διαρρύθμισης και όχι η αυθαίρετη εφαρμογή δογματικών προκαταλήψεων.

3. Η καινοτομία: Ενδέχεται η εφαρμογή ενός καινοτόμου σχεδίου είτε στο τομέα της οργάνωσης και της διοίκησης, είτε του παιδαγωγικού υποδείγματος είτε της επιστημονικής θεώρησης, να επιβάλλει την εξ αρχής δημιουργία νέας δομής που θα μπορεί να δεχτεί εκ γενετής την καινοτομία. Αυτό πολλές φορές είναι «οικονομικότερο» από την απόπειρα επιβολής σε παλαιωμένες και συντηρητικοποιημένες δομές. Μια τολμηρή ιδέα με μεγάλη χρησιμότητα, λ.χ. θα ήταν η ίδρυση ή ο μετασχηματισμός υπαρχόντων ιδρυμάτων με εναλλακτικά συστήματα διοίκησης. Μια τέτοια στρατηγική (που, σημειωτέον είχε γίνει απόπεια εφαρμογής επί υπουργείας του νυν Προέδρου) θα μπορούσε να σπάσει τις αγκυλώσεις που έχει δημιουργήσει η μακροχρόνια εφαρμογή του Νόμου Πλαισίου με τα γνωστά επακόλουθα.

4. Η επιστημολογική σκοπιμότητα: Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις που εναλλακτική επιστημολογική προσέγγιση της δομής της εκπαίδευσης (π.χ. νέα πεδία ειδίκευσης, διεπιστημονικές διασταυρώσεις, νέα επαγγέλματα κ.ο.κ.) να επιβάλλουν την ίδρυση νέων δομών ως οικονομικότερη λύση σε σχέση με την επιβολή τέτοιων στόχων σε προϋφιστάμενες δομές που έχουν αναπτύξεις τις δικές τους νομοτέλειες.

5. Άλλες θεμιτές πολιτικές σκοπιμότητες: Π.χ. ή ίδρυση διεθνούς πανεπιστημίου, ή ίδρυση ξενόγλωσσων τμημάτων κ.ο.κ. ως μέσα για την προαγωγή της ελληνικής πολιτισμικής επιρροής κλπ.

Σε όλες τις περιπτώσεις εκείνο που έχει σημασία είναι η τεκμηρίωση του σχεδίου με πειστικό και ρεαλιστικό τρόπο. Πρέπει να τεθεί τέρμα στη σημερινή διασταύρωση ανώριμων δογματικών θέσεων που κατ’ εξοχήν υποδαυλίζεται είτε από τα ΜΜΕ είτε από αδιαφανείς σκοπιμότητες τις οποίες δεν συμφέρει η αναλυτική και τεκμηριωμένη προσέγγιση. Ο μοναδικός δρόμος για να αποφευχθεί η επιβολή συντεχνιακών ή άλλων μικροσυμφερόντων είναι η συστηματική και διαφανής υποστήριξη της σκοπιμότητας των σχετικών αποφάσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αρκεί το « ξεμπρόστιασμα» για να διασφαλιστεί η υγιής αντίδραση των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας και της πολιτικής ζωής. Αν δεχτούμε ότι η Ελληνική κοινωνία δεν επηρεάζεται από το «ξεμπρόστιασμα» και ότι αποτελείται από απλά δίκτυα στενών συμφερόντων που δεν συντίθενται ποτέ σε «δημόσιο συμφέρον», τότε κάθε άλλη ρύθμιση πέραν της …. πεφωτισμένης δικτατορίας θα είναι μάταιη. Όπερ άτοπο. Ο ανασυντονισμός της κοινωνίας για να αποκτήσει σωστά αντανακλαστικά κοινωνικού συμφέροντος και κοινωνικής ηθικής είναι δουλειά μακροπρόθεσμης προοπτικής που ανήκει στις πολιτικές κινήσεις και Κινήματα (όπως το ΠΑΣΟΚ) να την επιδιώξουν. Όποια άλλη βραχυπρόθεσμη θεώρηση απλώς παρακάμπτει το ζήτημα.

ΙΙ. Για τον υπολογισμό των εκπαιδευτικών αναγκών υπάρχουν τόσες προσεγγίσεις όσες είναι και οι λογικά δυνατές θεωρήσεις των σκοπών της εκπαιδευτικής πολιτικής. Θα απαριθμήσω τις κυριότερες και θα επιμείνω στο να προηγηθεί η ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση απέναντι το ‘μενού’ των λογικά πιθανών, για να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να δημιουργήσει μια στερεή βάση υποστήριξης των επιλογών του. Αλλιώς θα συνεχιστεί η παρούσα – κατά την άποψή μου – οπορτουνιστική τακτική. Λοιπόν, ο υπολογισμός της προσφοράς εκπαιδευτικών θέσεων ή ευκαιριών μπορεί να γίνει:
(α) Με βάση την προβλεπόμενη ζήτηση. Η πρόβλεψη της ζήτησης (ενεργού ή /και λανθάνουσας) γίνεται σχετικά εύκολα με αντίστοιχα οικονομετρικά και άλλα μοντέλα. Προφανώς αναφερόμαστε σε μοντέλα πρόγνωσης της σύθετης ζήτησης κατά ειδικότητα, επάγγελμα κ.ο.κ.
(β) Με βάση τον επιθυμητό αναπροσανατολισμό του εκπαιδευτικού προφίλ του νεαρού πληθυσμού. Αυτό γίνεται με μεθόδους κοινωνικού σχεδιασμού που προφανώς αποτελούν συνδυασμούς οικονομικών, κοινωνικών κι ανθρωπολογικών θεωρήσεων. Υπακούει σε ιδεολογικά πρότυπα και συνάγεται μέσα από πολιτικές διεργασίες που αποβλέπουν στο να απαντήσουν στο θεμελιακό ερώτημα «τι είδους κοινωνία θέλουμε για το μέλλον?».
(γ) Με βάση το ουμανιστικό (του Διαφωτισμού) δόγμα, σύμφωνα με το οποίο είναι προς το συμφέρον να περάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από το υψηλότερο δυνατό εκπαιδευτικό επίπεδο. Είναι το δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η εκπαίδευση πρέπει να είναι ελεύθερα προσβάσιμη σε όλους ανάλογα με τις δυνατότητες επίδοσής τους και μόνο.

Για να μιλήσουμε για μια ρεαλιστική προσέγγιση, το σύστημα που μπορεί να περπατήσει καλλίτερα είναι ένα μικτό σύστημα υπολογισμού προσφοράς/ζήτησης που θα συνδυάζει τις παραπάνω επί μέρους θεωρήσεις. Αυτό υπαγορεύει η φύσης της πλουραλιστικής δημοκρατίας που υποθέτω ότι αποτελεί τον προσανατολισμό οποιουδήποτε δημοκρατικού σοσιαλιστικού κόμματος.

4. Υπάρχει ζήτημα ανάλυσης της «βιωσιμότητας» των σημερινών; Με τι κριτήρια;

Η ίδια η πραγματικότητα έχει ήδη θέσει ζήτημα βιωσιμότητας του παρόντος συστήματος ΑΕΙ-ΤΕΙ. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η έλλειψη οικονομικών (αλλά όχι μόνο) πόρων πιέζει σε συνεχή υποβάθμιση την λειτουργία των ιδρυμάτων μας. Αναπόφευκτα τα ιδρύματα προσαρμόζονται στους προσφερόμενους πόρους, οι οποίοι είναι μικρότεροι από τους απαιτούμενους για να τηρηθούν ευρωπαϊκά πρότυπα σπουδών και έρευνας. Κάτι που ξεφεύγει από την θέασή μας είναι ότι λείπουν ήδη ακόμη και διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι: Για παράδειγμα, σε αρκετά γνωστικά πεδία λείπει επαρκής αριθμός διδακτόρων (σωστής προδιαγραφής). Η βιομηχανία πελατειακής παραγωγής διδακτόρων αποτελεί παράγοντα που τρώει τα σωθικά της ακαδημαϊκής μας κοινότητας και θα οδηγήσεις σε εκφυλιστικές εκδηλώσεις ανάλογες με εκείνες που η μαζική εισπήδηση των βοηθών και επιστημονικών συνεργατών της δεκαετίας του 70 προκάλεσε σε ορισμένα από τα παλιότερα ιδρύματα.
Η αξιολόγηση μπορεί να παίξει τον ρόλο εργαλείου θεώρησης της βιωσιμότητας. Μια σωστή χρήση του θεσμού μπορεί να οδηγήσει στην κατάταξη των ιδρυμάτων στις εξής εξαντλητικές κατηγορίες:
(α) Ιδρύματα που έχουν την δυναμική και την επάρκεια πόρων για να συνεχίσουν απρόσκοπτα την λειτουργία της σε παραδεκτά ποιοτικά επίπεδα.
(β) Ιδρύματα που έχουν μεν την δυναμική αλλά όχι και την επάρκεια πόρων, όπως παραπάνω. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη για την συνέχιση της ζωής τους πέφτει στους ώμους του χρηματοδότη (Πολιτεία κ.ο.κ.)
(γ) Ιδρύματα που δεν έχουν την δυναμική, ακόμη και αν τους δοθούν επαρκείς πόροι να συνεχίσουν την λειτουργία τους σε ικανοποιητικό ποιοτικό επίπεδο (π.χ. πληθώρα ακαδημαϊκού προσωπικού χαμηλής ποιότητας).

Επομένως, εδώ έχουμε έναν ακόμη λόγο για να θεωρούμε την αξιολόγηση ως θεσμό-κλειδί για την εκπαιδευτική μας μεταρρύθμιση.

5. Είναι δυνατό να καταλήξουμε (με ποια διαδικασία;) σε αποφάσεις για συνενώσεις / συγχωνεύσεις; Και σε κλείσιμο;

Θα είναι δύσκολο μεν, αλλά όχι ακατόρθωτο. Βασική μέθοδος πρέπει να είναι η θέσπιση κινήτρων και αντικινήτρων για συγχωνεύσεις και αυτοκαταργήσεις, πριν ληφθούν καταναγκαστικά μέτρα από μέρους των ρυθμιστικών αρχών. Το ζήτημα απαιτεί προσεκτική, αναλυτική και απροκατάληπτη μελέτη για να οδηγήσει σε πρακτικές εφαρμογές.


Κατοχύρωση της πραγματικής αυτοτέλειας

6. Πως μπορούμε, μέσω ενός νέου «νόμου-πλαίσιο» να κατοχυρώσουμε την πραγματική – πολιτική, λειτουργική, οικονομική, διοικητική... –αυτοτέλεια/αυτοδιοίκηση;

Να αναγάγουμε τη συζήτηση στον θεμελιώδη λόγο για τον οποίο θεσμοθετήθηκε η αυτοτέλεια/ αυτοδιοίκηση και στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε την έννοια, τα όρια και τη σχέση της με την ενότητα της Πολιτείας. Στο γνωστό βιβλίο μου που κυκλοφορεί εδώ και έξη-χρόνια, επιχειρώ μια προσεκτική ανάλυση της έννοιας της ακαδημαϊκή αυτονομίας. Κατά την γνώμη μου μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να θεμελιώσει την αυτονομία όχι σε μεταφυσικές/δογματικές αποφάνσεις, αλλά σε μια σχέση εξειδίκευσης του ρόλου των ΑΕΙ. Όσο τα ΑΕΙ επιτελούν την λειτουργία τους – ως οργανισμοί- η Πολιτεία αναγνωρίζει την αυτοτέλειά τους. Όταν πάψουν να επιτελούν, λογικό είναι να θεωρηθούν ….εχθροί του Λαού και να ληφθούν μέτρα εναντίον της. Το ζήτημα είναι ποιος κρίνει εν προκειμένω. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά οποιαδήποτε απάντηση πρέπει κατ’ ανάγκη στηρίζεται στην λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας. Η Βουλή και τα Δικαστήρια αρκούν για να κρίνουν σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις.
Είναι φανερό, ότι η ακαδημαϊκή αυτονομία και αυτοδιοίκηση δεν είναι θεσμός που λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της κάστας των ακαδημαϊκών. Λειτουργεί υπέρ του κοινωνικού συμφέροντος και αυτό πρέπει να αποδείχνουν οι ακαδημαϊκή καθημερινά με την ίδια την πρακτική τους.
Μια πρόχειρη ιδέα για την θέσμιση της αυτονομίας θα ήταν ο νέος Νόμος-Πλαίσιο να προβλέπει για κάθε ίδρυμα της έκδοσης ιδρυτικής πράξεις της Πολιτείας κατά το πρότυπο των Charters όπου η ίδια η Πολιτεία θα χαράσσει την raisone d’ etre, τους ρόλους και τα όρια της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Προφανώς θεμέλιο της ακαδημαϊκής αυτονομίας είναι η προάσπιση και διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τίποτε λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο.

7. Τι μηχανισμοί λογοδοσίας ως αντίβαρο;

Μηχανισμοί λογοδοσίας μπορούμε να σχεδιάσουμε πολλούς και ποικίλους. Η διεθνής πρακτική προσφέρει πληθώρα εναλλακτικών επιλογών. Το μείζον πρόβλημα, εν τούτοις, είναι το πώς ανταποκρίνονται οι αποδέκτες της όποιας λογοκρισίας. Εκεί είναι το μείζον ιδιάζον πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία του παρόντος, που δεν έχει μάθει να ανταποκρίνεται ορθολογικά στις όποιες (ανύπαρκτες, επί του παρόντος) λογοδοσίες. Και εκεί το Κίνημα μπορεί να κάνει πάρα πολλά. Αρκεί να το θέλει. Μερικές ιδέες εν προκειμένω είναι:
(α) Η υποχρεωτική δημοσιότητα της όποιας λογοδοσίας. Π.χ. ετήσιος κοινωνικός απολογισμός/ισολογισμός κάθε Πανεπιστημίου.
(β) Η δημιουργία ειδικών δομών που θα αποδέχονται τις λογοδοσίες, θα τις αναλύουν και θα εισηγούνται δράσεις εν όψει των όποιων πορισμάτων. Π.χ. μια τέτοια δουλειά θα μπορούσε να την κάνει μια Ανεξάρτητη Αρχή Παιδείας. Θα μπορούσαν επίσης να συμμετέχουν (ο καθένας χωριστά για να μη δημιουργούνται ανίερες συμμαχίες) διάφορες επαγγελματικές ενώσεις, τα κόμματα και άλλοι φορείς που εκφράζουν τους stakeholders.
(γ) Η ενσωμάτωση των πορισμάτων της λογοδοσίας στα δεδομένα επί τη βάσει των οποίων θα γίνεται η διαπραγμάτευση των πανεπιστημίων με τους χρηματοδότες και άλλους υποστηρικτές του.


8. Πόσο λιτός μπορεί να είναι εν προκειμένω ο «νόμος-πλαίσιο», και πόσο θα αφήνει στο κάθε τριτοβάθμιο Ίδρυμα τη δυνατότητα ειδικών ρυθμίσεων;

Είναι καιρός να αφήσουμε περιθώρια πειραματισμού σε ότι αφορά βασικά στοιχεία της οργάνωσης, συγκρότησης και λειτουργίας των πανεπιστημίων, αφού είναι πλέον παγκοίνως αποδεκτό ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη η ανάπτυξη ποικιλίας μορφών διοίκησης και λειτουργίας, ώστε μέσα από τον συνεπαγόμενο εξ αυτής ανταγωνισμό αποτελεσματικότητας να προκύψει βαθμιαία το «άριστο». Νομίζω ότι μια καλή ιδέα εν προκειμένω θα ήταν ο νέος Νόμος Πλαίσιο να καθορίζει μόνο θεμελιώδη δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του Πανεπιστημίου, και τα υπόλοιπα να αφήνονται να διαπλαστούν με μια διαδικασία διαπραγμάτευσης και υπογραφής κάποιας καταστατικής χάρτας μεταξύ του κάθε Πανεπιστημίου και της Πολιτείας (Chartered universities).
Τα θεμελιώδη δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά που πρέπει ο Νόμος Πλαίσιο να ορίζει είναι λ.χ.:
(α) Ο σκοπός (παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης και παιδείας, η διεξαγωγή επιστημονικής και φιλοσοφική έρευνας, η διασπορά καινοτομίας και η παροχή συναφών υπηρεσιών σε κοινωνικούς φορείς)
(β) Η δομή. Το πανεπιστήμιο οργανώνεται σε Σχολές, οι Σχολές σε Τμήματα και τα Τμήματα σε τομείς. Λειτουργούν εργαστήρια έρευνας ή/και πειραματισμού προσηρτημένα σε οιοδήποτε επίπεδο της δομής κατά τις ανάγκες του.
(γ) Η ακαδημαϊκή ελευθερία: Δηλαδή η προστασία της πνευματικής, επιστημονικής και ιδεολογικής ελευθερίας στα πλαίσια των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων.
(δ) Η ακαδημαϊκή αυτονομία για την εξυπηρέτηση και προάσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
(ε) Η ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού για το ακαδημαϊκό προσωπικό (με σαφή ορισμό της έννοιας και των συνεπειών του για τις εργασιακές σχέσεις και τις υποχρεώσεις των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας)
(στ) Ο τρόπος χρηματοδότησης .
(ζ) Η διασφάλιση της προσβασιμότητας των φοιτητών/τριών με μόνη προϋπόθεση την ικανότητα και βούληση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των σπουδών, ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητάς τους, της φυλετικής, πολιτισμικής ή άλλης ταυτότητάς τους εφόσον είναι Έλληνες πολίτες ή νόμιμοι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας.
(η) Η πιστοποιούμενη ποιότητα (εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου) σύμφωνα με εκ των προτέρων γνωστών σταθεροτύπων.
(θ) Τα ελάχιστα απαιτούμενα οργανωσιακά χαρακτηριστικά, που υλοποιούν την έννοια της αποτελεσματικής και χρηστής διοίκησης.

9. Πρέπει να ακολουθήσουμε δείγματα γραφής άλλων χωρών και να διορίζεται έξωθεν η διοίκηση του Πανεπιστημίου; Είναι δυνατό να υπάρξει εγγύηση ότι ο διορισμός αυτός δεν θα υπακούει σε κομματικά, πελατειακά κ.λπ. κριτήρια; Είναι χρήσιμη η εμπειρία των δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων ή των Νοσοκομείων;



Κατά κανόνα, η μορφή της διοίκησης των πανεπιστημίων αντικατοπτρίζει την ιστορία της ‘γένεσής’ τους. Γιαυτό και είναι δύσκολο να μεταφερθούν πρακτικές από τη μία στην άλλη χώρα. Υπάρχει, εν τούτοις, ένας οργανωσιακός κανόνας που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για την επιλογή του αποτελεσματικότερου συστήματος οργάνωση και διοίκησης:
Διοικητικός δυισμός που θα διασφαλίζει την απόδοση διακριτής ευθύνης για την λειτουργία της οργάνωσης (πανεπιστημίου) σε συνδυασμό με την διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και τα δύο είναι ισοδύναμες αρχές δημόσιου συμφέροντος. Ειδικότερα, σκόπιμη είναι λειτουργία δύο επιπέδων διοίκησης: Στο ύπατο επίπεδο μπορεί να λειτουργεί ένα συμβούλιο εφόρων που θα διορίζεται ενδεχομένως με ισόβια θητεία και θα ανανεώνεται με διαδικασίες cooption. Η αρχική σύνθεσή του μπορεί να μια αυστηρή διαδικασία που θα διασφαλίζει ‘εθνικό και διεθνές κύρος’. Ο ρόλος του συμβουλίου των εφόρων (Board of Trustees) θα είναι εποπτεύει την εφαρμογή του καταστατικού χάρτη και την πραγμάτων της αποστολής (mission) του πανεπιστημίου. Δεν θα ασκεί άμεση ή έμμεση διοίκηση και θα εκφράζει τον ρόλο του με εμπεριστατωμένες «δημόσιες γνωματεύσεις».
Την άμεση διοίκηση θα ασκεί ο Πρύτανης και η Σύγκλητος που θα είναι αιρετή.
Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται αφενός η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία αλλά ταυτόχρονα τηρείται και ο κανόνας της διάκρισης ελέγχοντας/ ελεγχόμενου.

10. Αν συνεχιστεί το σημερινό σύστημα πρυτανικών αρχών, υπάρχει λόγος να αλλάξει το σώμα των εκλεκτόρων; Μπορεί / πρέπει να προστεθούν «stakeholders» έξω από την πανεπιστημιακή κοινότητα; Ο ρόλος των φοιτητών στο εκλεκτορικό σώμα; Να εισαχθεί σύστημα «αναλογικότητας συμμετοχής»;

Ο κανόνας πρέπει να είναι: εκλεκτορικό δικαίωμα αντίστοιχο με συγκεκριμένες ευθύνες και υποχρεώσεις. Σε όλο τον κόσμο, το διοικητικό χαρακτηριστικό των πανεπιστημίων είναι κυρίως η collegiality: Δηλαδή η αυτοδιοίκησή τους ως ενιαίας συλλογικής οντότητας. Η collegiality εν τούτοις δεν αναιρεί την σημασία των εξειδικευμένων ρόλων που στηρίζεται στις πιστοποιημένες ή συμβατικές ικανότητες των μελλών του collegium. Άλλος είναι ο ρόλος των φοιτητών και άλλος ο ρόλος των διδασκόντων. Ακόμη οι ρόλοι μπορεί να εξειδικευθούν με μέτρο και με γνώμονα την ιεραρχική κλίμακα του ακαδημαϊκού προσωπικού. Επομένως, το παρόν καθεστώς της «αριθμητικής δημοκρατίας» είναι φαύλο και αναποτελεσματικό. Απόδειξη ότι οδήγησε στο σημερινό σύστημα συντεχνιακής συναλλαγής για την ανάδειξη διοικήσεων. Είναι σαφές οι το εκλεκτορικό δικαίωμα το έχουν πρωτίστως τα «μόνιμα» μέλη του collegium, δηλαδή το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι φοιτητές και οι άλλοι παράγοντες της φοιτητικής κοινότητας μόνο ως συμπληρωματικοί συντελεστές μπορεί και πρέπει να συμμετέχουν στις διαδικασίες διοίκησης (ανάδειξης και λειτουργίας των διοικητικών οργάνων). Το ακριβές σύστημα οργάνωση του εκλεκτορικού σώματος για να ικανοποιεί αυτές τις αρχές απομένει να μελετηθεί με προσοχή.

Άλλος είναι ο ρόλος των Stakeholders και με κανένα τρόπο δεν πρέπει να αναμειχθούν σε εκλεκτορικές διαδικασίες και ρόλους. Η ανάλυση της ευθύνης λύνει αυτομάτων και πειστικά το πρόβλημα. Stakeholders μπορεί να θεωρηθούν μόνο εκείνοι που προστατεύονται από το σύστημα της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Τρίτοι δεν χωρούν, παρά μόνο ως συμβουλευτικά όργανα. Ορισμένοι Stakeholders μπορεί να οργανωθούν σε ένα σύστημα διαβουλεύσεων και γνωματεύσεων που θα συμπαρίσταται στην ακαδημαϊκή διοίκηση και των δύο επιπέδων ως άνω, χωρίς ανάληψη άλλης ευθύνης πέραν εκείνης που αφορά την γνώμη τους.

11. Ο τρόπος εκλογής των Αρχών και τα σχετικά με το εκλεκτορικό σώμα κ.λπ. θα πρέπει να ορίζονται στο «νόμο-πλαίσιο» ενιαία για όλους, ή θα υπάρχει σχετική ευελιξία;

Η αρχή που πρέπει να τηρείται είναι η διάκριση συμφερόντων μεταξύ εκλέγοντος και εκλεγομένου . Από εκεί και πέρα, η συγκεκριμένη έκφραση και εφαρμογή της αρχής (αναλυτικά αιτιολογημένα) μπορεί να αφεθεί στην διακριτική ευχέρεια των επιμελούς ιδρυμάτων, στα πλαίσια μιας σκοπούμενης ποικιλίας εναλλακτικών διοικητικών συστημάτων.

12. Μήπως θα πρέπει να προχωρήσουμε προς περισσότερο ιεραρχικές και λιγότερο «συμμετοχικές» μορφές εσωτερικής διακυβέρνησης;

Δεν έχει τόση σημασία η επιλογή ανάμεσα στα δύο, παρόλο που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόβλημα σωστού συνδυασμού ανάλογα με το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες. Μεγαλύτερη σημασία έχει η σωστή και αποτελεσματική υποστήριξη της λειτουργικότητας της κάθε επιλογής. Για παράδειγμα, στον στρατηγικό σχεδιασμό δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η ιεραρχία των συμμετεχόντων όσο οι ιδέες και δυνατότητές τους. Στο εκτελεστικό έργο της διοίκηση, χωρίς ιεραρχία δεν γίνεται αποτελεσματική δουλειά. Επίσης στο ελεγκτικό τομέα, η μεικτή ιεραρχία είναι αποτελεσματικότερη από την γραμμική επειδή έτσι εμποδίζεται η εκδήλωση αήθους αλληλεγγύης μεταξύ ομοβάθμιων κ.ο.κ. Αυτά είναι θέματα που πρέπει να λυθούν από έναν επαγγελματικά μελετημένο κανονισμό λειτουργίας των πανεπιστημίων και όχι με συνοπτικές πολιτικές διαδικασίες.

13. Υπάρχει λόγος να αλλάξει ο τρόπος εκλογής των μελών ΔΕΠ; Προς μεγαλύτερη ή μικρότερη παρουσία του Υπ.Παιδείας στο διορισμό εκλεκτόρων κ.λπ.;


Ο υφιστάμενος Νόμος Πλαίσιο στηρίζεται σε μια – κατά την άποψή μου – ριζικά εσφαλμένη αντίληψη του ζητήματος. Προσπαθεί να διασφαλίσει ένα είδος μεταφυσικής αξιοκρατίας με τυπικές διαδικασίες που εύκολα εκφυλίστηκαν σε απλή προσχηματική τυποκρατία που λειτούργησε ως μηχανισμός διασφάλισης της νομιμότητας πολλές φορές εις βάρος της ουσίας της επιλογής του κατάλληλου ακαδημαϊκού προσωπικού. Κατά τη γνώμη μου η όλη διαδικασία επιλογής (και όχι εκλογής) ακαδημαϊκού προσωπικού πρέπει να αναμορφωθεί ριζικά, σύμφωνα με τις παρακάτω γενικές αρχές:
(α) Η επιλογή προσωπικού πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις επιστημονικά καθιερωμένες πρακτικές διαχείρισης προσωπικού. Σήμερα ερμηνεύεται περισσότερο ως διαδικασία επιδαψίλευσης επιβραβεύσεων υποτιθέμενες ακαδημαϊκής αριστείας παρά ως μέθοδος επιλογής των καταλλήλων ακαδημαϊκών διδασκάλων/ερευνητών για την κατάλληλη θέση. Κλειδί στην αλλαγή αντίληψη για την όλη διαδικασία είναι ο ακριβής ορισμός της έννοιας «κατάλληλη θέση», ώστε εξ αυτής να προκύπτει ο ορισμός του «καταλλήλου προσώπου».
Κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία πρέπει να ξεκινά από τον σαφή ορισμό του προγράμματος σπουδών και του προγράμματος έρευνας σε κάθε Τμήμα. Να αναλύεται στη συνέχεια η ανάγκη και τα χαρακτηριστικά του προσωπικού που απαιτεί η εφαρμογή του και στο τέλος, ένα σώμα εμπειρογνωμόνων να ερευνά και να κρίνει ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να εξυπηρετήσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του προγράμματος σπουδών/έρευνας. Σήμερα τίποτα δεν γίνεται – πέραν των προσχηματικών αναφορών – πάνω σε μια τέτοια βάση.
Οι κανόνες διαχείρισης προσωπικού οδηγούν σε κανόνες επιλογής προσωπικού με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια και όχι με απόλυτες αναφορές υποτιθέμενης ακαδημαϊκής ποιότητας. Για παράδειγμα, άλλη είναι η λογική αναζήτησης ατόμου που θα εμπλουτίσει το κύρος ενός Τμήματος, και άλλη η λογική της πρόσληψης ατόμου για να διδάξει τρέχον αντικείμενο του προγράμματος σπουδών σε πρωτοετείς φοιτητές. Το «κύρος» αναλύεται σε πλήθος παραμέτρων που δεν οδηγούν πάντα στην ίδια «απόλυτη» επιλογή. Λ.χ. ένα Τμήμα έχει ανάγκη ενός Νομπελίστα έστω και αν έχει όνομα κάκιστου δασκάλου, για πολλούς προφανείς λόγους. Άλλο Τμήμα, πάλι μπορεί να επωμιστεί την ευθύνη να εξασφαλίσει για λογαριασμό ολόκληρου του Πανεπιστημίου ένα άτομο με μεγάλο κοινωνικό κύρος (π.χ. έναν παροπλισμένο εξέχοντα πολιτικό), που χρειάζεται για πολλούς λόγους, έστω και αν τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά του δεν είναι εξ ίσου εξέχοντα. Γιαυτό επιμένω ότι η εκλεκτορικές διαδικασίες πρέπει να είναι ευέλικες για να εξυπηρετούν μια καλά σχεδιασμένη πολιτική προσωπικού και όχι για να ικανοποιούν μεταφυσικές απαιτήσεις αξιοκρατίας και δικαιοσύνης. Άξιος είναι εκείνος που μπορεί άξια να κάνει την δουλειά που χρειάζεται και δίκαιη είναι η διαδικασία που τον αναδείχνει ανάμεσα στους συνυποψήφιούς του χωρίς προκαταλήψεις και νοθευμένες από άλλες παράπλευρες σκοπιμότητες κρίσεις. Πολλές φορές, λ.χ. ένας overqualified ακαδημαϊκός μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από καλό στην εκτέλεση ενός συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως.
Ουσιαστικοποίηση των κριτηρίων.

14. Μπορεί η «αυτοτέλεια» να φτάσει μέχρι και τη δυνατότητα διαφορετικών αμοιβών;



Ναι, εφόσον υπάρχει εκ των προτέρων σύστημα σχετικής διαπραγμάτευσης που να είναι γνωστό και στις δύο πλευρές. Προφανώς, ένα τέτοια σύστημα προϋποθέτει και την λειτουργία συστήματος κινητικότητας του ακαδημαϊκού προσωπικού από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο ή και μέσα στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ενδέχεται κάποιος ακαδημαϊκός να εκτιμάται για συγκεκριμένους λόγους περισσότερο κάπου άλλου και επομένως να μπορεί να εξασφαλίσει εκεί καλλίτερες προϋποθέσεις εργασίας.
Νομίζω ότι ένα τέτοιο σύστημα κινητικότητας (πολύ προσεκτικά μελετημένο) θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχανισμό διαφοροποίησης των πανεπιστημίων μας, που χρειάζεται για μπορεί το καθένα να εξυπηρετήσει αποτελεσματικότερα την «αποστολή» του όπως το ίδιο θα την ορίζει.

15. Υπάρχει λόγος μεταβολής του καθεστώτος των του Ν.407;



Ναι. Πρέπει να μεταβληθεί σε σύστημα πρόσληψης προσωπικού επί θητεία εκεί που οι αντικειμενικές συνθήκες το απαιτούν. Σήμερα είναι σύστημα εξυπηρέτησης (προσωρινής και εν πολλοίς φαύλης) ασαφών αναγκών ή προσωρινής κάλυψης οργανικών αναγκών πού με τον τρόπο αυτό διαιωνίζονται.



16. Υπάρχει λόγος νέας νομοθετικής ρύθμισης των σχετικών με το «άσυλο»;



Χρειάζεται προσεκτικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας και του σκοπού του. Δεν πρέπει να φαίνεται ότι είναι αυτοσκοπός ο αποκλεισμός πάσης δημόσιας αρχής από τους ακαδημαϊκούς χώρους, αλλά ότι σκοπός της δημιουργίας χώρου ασύλου είναι η αποφυγή της καταστολής ιδεών και αντιλήψεων ακόμη και όταν αυτές έχουν αντιθεσμικό περιεχόμενο. Μιλούμε, όμως, για ιδέες και αντιλήψεις και όχι για πράξεις που παραβιάζουν τον Νόμο.

Χρηματοδότηση των ΑΕΙ και Εξασφάλιση της Ποιότητας

17. Πως μπορεί να οδηγηθεί το σύστημα χρηματοδότησης των ΑΕΙ από το σημερινό της «δημόσιας υπηρεσίας» σε ένα σύστημα που θα στηρίζεται στην απόδοση;



Η θεμελιώδης ιδιομορφία του πανεπιστημίου ως κοινωνικού θεσμού/συ­στήματος βρίσκεται στην παραδοχή ότι μέσα από την αυτόνομη λειτουργία του μπορεί το ίδιο να καινοτομεί και να αυτοπροσδιορίζεται ως προς το είδος των υπηρεσιών που παρέχει στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο έχει μεγάλο βαθμό ελευθερίας σε ότι αφορά τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της «αποδοτικότητας» των παραγομένων και παρεχομένων αγαθών και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, αν ένα πανεπιστήμιο δώσει προτεραιότητα σε ότι αφορά την αποστολή του στην εκπαίδευση «αρτίων πολιτών επιστημόνων», με ποιο τρόπο μπορούμε μεσο-βραχυπρόθεσμα να μετρήσουμε την αποδοτικότητά του ως προς αυτόν τον σκοπό του; Δεν μπορεί και δεν πρέπει επομένως να μιλάμε αφηρημένα για μέτρηση αποδοτικότητας, πολύ δε περισσότερο για σύνδεση του μέτρου της με τους όρους επιβίωσης και ανάπτυξης του πανεπιστημίου. έτσι αφηρημένα. Ο μόνος τρόπος για να διασαφηνιστεί το ζήτημα είναι η αξιολόγηση της αποδοτικότητας σύμφωνα με τους σκοπούς και στόχους που θέτει το στρατηγικό σχέδιο κάθε πανεπιστημίου. Μέσα από την διαπραγμάτευση του στρατηγικού σχεδίου με την Πολιτεία θα προσδιοριστούν σχεδόν αυτόματα τόσο η έννοια των ποικίλων δεικτών αποδοτικότητας, όσο και ο τρόπος μέτρησής τους.

18. Ποιος είναι ο ρόλος της αξιολόγησης σε αυτή τη διαδικασία; Πως μπορεί δηλαδή η αξιολόγηση να λειτουργήσει τόσο ως προς την ανάδειξη των ελλείψεων και δυσκολιών, όσο και ως προς την ανταγωνιστική σχέση σε σχέση με την ποιότητα της παρεχόμενης διδασκαλίας και έρευνας;

Γύρω από το θέμα της «αξιολόγησης» έχουν δημιουργηθεί σημαντικές παρανοήσεις που καλλιεργούνται ακριβώς επειδή, αντί το θέμα να συζητείται εκτεταμένα μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, γίνεται αντικείμενο διαχείρισης από τα ΜΜΕ, τους συνδικαλιστές και τις κομματικές οργανώσεις όπου ο καθένας διαμορφώνει την εικόνα κατά το στενότερο συμφέρον του. Πρέπει, λοιπόν, να διακρίνουμε εξ αρχής δύο βασικές όψεις της αξιολόγησης: Η μία όψη αναφέρεται σε μια διαδικασία εκτίμησης και ανάλυσης επιδόσεων και λειτουργικών αποτελεσμάτων και η σύνδεσή τους με τα αίτιά τους. Η όψη αυτή έχει διαμορφωτικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην καλλίτερη διαχείριση των προβλημάτων σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση τν ευκαιριών και δυνατοτήτων. Η δεύτερη οπτική αφορά την αξιολόγηση που γίνεται ceteris paribus, δηλαδή πάνω σε ομογενοποιημένη βάση συγκρισιμότητας, για να διαπιστωθεί η συγκριτική επίδοση κάθε πανεπιστημίου και του αποδοθούν τα σχετικά (πρακτικά ή απλώς ηθικά ή και τα δύο) εύσημα. Δύο διαφορετικές αξιολογήσεις: Της απόδοσης σε σχέση με το στρατηγικό σχέδιο, αφενός και της γενικής με βάση γενικά σταθερότυπα.
Και στις δύο περιπτώσεις η αξιολόγηση στην ουσία πρέπει να είναι διαδικασία ανάλυσης αιτιοτήτων για διάφορες «εκροές» ή λειτουργίες του πανεπιστημίου και όχι απλής συσχέτισης με κάποιες ιδεατές κλίμακες επιδόσεως.
Η σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση έχει διαφορετική έννοια για κάθε μία από τις παραπάνω βασικές οπτικές: Στην περίπτωση της διαμορφωτικής αξιολόγησης, η χρηματοδότηση προφανώς θα είναι εργαλείο διόρθωσης των ελλείψεων και αδυναμιών. Λ.χ. αν διαπιστωθεί ότι η χαμηλή επίδοση στην διδασκαλία σε ένα πανεπιστήμιο οφείλεται σε ελλείψεις της κτηριακής υποδομής του (π.χ αναγκάζει σε μεγάλα ακροατήρια, ελλείψει χώρου για μικρά), είναι προφανώς ότι η χρηματοδοτούσα αρχή πρέπει να έλθει αρωγός για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Στη περίπτωση, όμως, που ένα πανεπιστήμιο υστερεί έναντι των άλλων στην διδακτική επίδοσή του επειδή το ακαδημαϊκό προσωπικό του εκτελεί πλημελλώς τα καθήκοντά του, είναι φανερό ότι εκείνο το ίδρυμα όπου το ακαδημαϊκό προσωπικό βάζει τον καλλίτερο εαυτό του πρέπει να επιβραβευθεί με διάφορους τρόπους, μαζί και χρηματοδοτικούς (π.χ. πριμ καλής διδασκαλίας). Είναι φανερό, ότι οι δύο περιπτώσεις αναφέρονται σε δύο ριζικά διαφορετικές λειτουργίες της αξιολόγησης. Κρίσιμο για την σαφή διάκριση των δύο όψεων είναι ο καλός στρατηγικός σχεδιασμός.
Άλλωστε, η διαδικασία στρατηγικού σχεδιασμού, όταν γίνεται σωστά και με πληρότητα, αποτελεί ή ίδια ποιότητα της ακαδημαϊκής λειτουργίας: Έχει εξαιρετικά ωφέλιμες επιπτώσεις μια διηνεκής απασχόληση του ακαδημαϊκού προσωπικού με την αναγνώριση των δυνατοτήτων του, την επισήμανση των προκλήσεων και ευκαιριών και την συνεχή βελτίωση της σχέσης αποτελέσματος/μέσων και πόρων. Πρόκειται για την καλλιέργεια μιας νέας και εξαιρετικά κοινωνικά χρήσιμης οργανωσιακής κουλτούρας που την έχουν ανάγκη τα πανεπιστήμιά μας για να ξεφύγουν από το σημερινό τέλμα τους.

19. Υπάρχει ρόλος για κάποια Ανεξάρτητη Αρχή; Καινούργια;



Νομίζω ότι η υφιστάμενη μπορεί να βελτιωθεί σε ορισμένα σημεία της και τα λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ασφαλώς χρειάζεται επαγγελματισμός στην διαμόρφωση των λειτουργικών δομών και δραστηριοτήτων της Ανεξάρτητης Αρχής για να αποφευχθούν ορισμένοι ερασιτεχνισμοί του παρόντος.

20. Ποιος ο ρόλος του προγραμματισμού και των πολυετών συμβάσεων στη διαδικασία της χρηματοδότησης με βάση την απόδοση;

Καίριος και κεφαλαιώδης από πολλές πλευρές. Στο θέμα αυτό αναφέρθηκα σποραδικά σε προηγούμενες παραγράφους, συνδέοντάς το με καίρια υπό συζήτηση ζητήματα. Συνοπτικά, ο προγραμματισμός που καταλήγει σε μακροχρόνιες συμβάσεις δεν αποτελεί απλώς καλό εργαλείο οργάνωσης της αποδοτικότητας ενός οργανισμού, αλλά και πρωταρχικό στοιχείο της οργανωσιακής κουλτούρας του που το καθιστά δυναμικό απέναντι στις προκλήσεις και στις ευκαιρίες και το οδηγεί σε συνειδητοποίηση (πρακτική) των κοινωνικών ευθυνών του.

21. Πως μπορεί να μετριέται η απόδοση έτσι ώστε να μην καταλήξει το σύστημα σε ακόμα μεγαλύτερη εμπέδωση της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας;

Μόνο σε αναφορά προς προκαθορισμένους στόχους. Άρα προέχει ο στρατηγικός σχεδιασμός. Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα τεχνικό για το οποίο υπάρχει εκτεταμένη και αποτελεσματική διεθνής γνώση και τα τεχνογνωσία. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι να ασχοληθούμε με το ζήτημα με τον πρόσφορα επαγγελματισμό και να αποφύγουμε τους συνηθισμένους ερασιτεχνισμούς που κατά κανόνα καταστρέφουν τις καλές ιδέες.

22. Η ανταγωνιστική χρηματοδότηση ερευνητικών σχεδίων και προγραμμάτων μπορεί να αποτελέσει κίνητρο αριστείας;

Ναι, αλλά με μέτρο και σωστό προγραμματισμό. Εν προκειμένω απαιτείται καλή επίγνωση των επιδιωκόμενων σκοπών όταν υποθάλπεται ο ανταγωνισμός. Δεν πρόκειται για μεταφυσική έννοια και μεταφυσικό στόχο. Υπάρχουν συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ανταγωνισμός μπορεί να αποβεί ζημιογόνος. Γιαυτό καλό είναι να εξειδικεύουμε το θέμα και να ξεκαθαρίζουμε το πώς απαντάμε στο καίριο ερώτημα: «Ποιος είναι στόχος μια και είναι άραγε η ανάπτυξη ανταγωνισμού το κατάλληλο μέσο για την επίτευξή του στην συγκεκριμένη περίπτωση;» Υπάρχει πληθώρα περιπτώσεων όπου αντί για ανταγωνισμό να απαιτείται «συναγωνισμός» ή και συνεργασία ή συνέργεια. Εδώ δεν παίζουμε με τις λέξεις. Ο κάθε όρος έχει τα ακριβή συμφραζόμενά του.


Κατοχύρωση πτυχίων, πανεπιστημιακών προσόντων

Μερικές προκαταρτικές παρατηρήσεις είναι απαραίτητες.
Η υπερβολική (ενίοτε αποκλειστική) συσχέτιση των πανεπιστημιακών σπουδών με την απονομή και πιστοποίηση επαγγελματικών δικαιωμάτων έχει σε μεγάλο βαθμό παραμορφώσει την συζήτηση γύρω από το πανεπιστημιακό ζήτημα. Ειδικά στην (μεταβατική) εποχή μας η παραμόρφωση αυτή κάνει τεράστια ζημιά. Η μεγάλη παρανόηση και η εξ αυτής διαστροφή του σκοπού του πανεπιστημίου. Προς τι η κρατικοποίηση του επαγγελματικού δικαιώ­ματος? Θυμίζω ότι βασική κατάκτηση της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και πρακτικής υπήρξε η αποδέσμευση των πανεπιστημιακών σπουδών από την Θεολογία και την επαγγελματική κατάρτιση των προνομιακών επαγγελμάτων (νομικά, ιατρική). Στη νεώτερη εποχή μας υπήρξε κατάκτηση πολιτισμική το ότι τα πανεπιστήμια ακολούθησαν μια τακτική που συνδύαζε την σπουδή των επιστημών της φιλοσοφίας και των τεχνών με επαγγελματικούς στόχους διακριτούς από την γενική παιδεία που παρέρχονταν ως υπόβαθρο. Η κατάκτηση αυτή πάει χέρι-χέρι με το όλο δόγμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτονομίας. Η ασφυκτική σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με την επαγγελματική κατάρτιση (που είναι η σημερινή τάση) μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε εξαρτήματα ενός μόνο από τους συντελεστές της σύγχρονης κοινωνίας και του πολιτισμού μας, δηλαδή την αγορά (εργασίας). Αν το παρακάνουμε, τότε τι νόημα έχει η ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτονομία για ένα θεσμό που υπηρετεί δουλικά τις απαιτήσεις – άρα και τις σκοπιμότητες- του μοναδικού θεσμού της κοινωνίας που δεν γνωρίζει πολιτισμικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις? Γιατί άραγε δεν τέθηκε ποτέ θέμα ακαδημαϊκής αυτονομίας για τις επαγγελματικές και τεχνικές σχολές; Αν προσπαθήσει να απαντήσει κανείς σε αυτό το απλό ερώτημα θα καταλάβει πόσο μπέρδεμα γίνεται με την επίμονη επικέντρωση της σχέσης των πανεπιστημίων με την επαγγελματική κατάρτιση.
Επιπλέον, η κρατική ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όσο επιθυμητή και αν είναι για λόγους δημοσίου συμφέροντος (μόνο) δεν παύει να αναπαράγει και μια συντεχνιακή κοινωνική αντίληψη που δεν έχει καμιά σχέση με το ιδανικό της φιλελεύθερης παιδείας.
Χρειάζεται, λοιπόν, μέτρο στη πραγμάτευση αυτής της πλευράς της εκπαιδευτικής πολιτικής. Υπό το πρίσμα αυτό, ιδού μερικές ειδικότερες σκέψεις με αφορμή το ερώτημα:
(α) Η κατοχύρωση των πτυχίων πρέπει να αφορά μόνο την πιστοποίηση της ποιότητας των πραγματικών σπουδών που το καθένα τους αντικατοπτρίζει. Κάθε σκέψη για την διάκριση ανάμεσα σε «κρατικά» και μη, ή κάθε συσχέτιση με τον τρόπο εισαγωγής (με πανελλαδικές εξετάσεις, ή με ελεύθερη επιλογή όπως γίνεται σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού) απλώς αναπαράγει μια φιλοσοφία (και συνήθεια) που επικρατεί στον τόπο μας για την διανομή προνομίων μέσω πιστοποίηση τυπικών προϋποθέσεων. Επομένως, το μόνο που έχουμε είναι να πιστοποιούμε ότι το τάδε πτυχία αντικατοπτρίζει την επιτυχή περαίωση του τάδε συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών και συγκρίνεται θετικά με τον δείνα σταθερότυπο σπουδών. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι έχουμε αξιολογήσει τα πανεπιστήμια (προφανώς και τα δικά μας) για να μπορούμε εκφέρουμε έγκυρη γνώμη ως προς την ουσία και την ποιότητα των σπουδών που παρέχουν και την αντικειμενικότητα της πιστοποίησης της πραγματικής επίδοσης του φέροντος το κάθε πτυχίο. Αυτά είναι τα πραγματικά ζητήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε.

(β) Τα παραπάνω απαντούν και στο ερώτημα της πιστοποίησης των πανεπιστημιακών προσόντων. Χρειάζεται συστηματική και αναλυτική αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών αλλά και της εκπαιδευτικής διαδικασίας που οδηγεί στην απονομή των πτυχίων. Τι αξία για παράδειγμα έχει ένα πτυχίο που απονέμεται απλώς με την μέθοδο της …. ανταμοιβής για τον χρόνο παραμονής στο πανεπιστήμιο (πρακτική που εκτεταμένα ακολουθείται δυστυχώς σε πολλά τμήματα) ?

23. Υπάρχουν περιθώρια κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων άσχετα με τα επιστημονικά προσόντα; Ή πάντως να μην καταστούν τα επαγγελματικά δικαιώματα αποκλειστικό κριτήριο οργάνωσης σπουδών κ.λπ;

Η ευρω-αμερικανική παράδοση είναι ότι τα επαγγελτικά δικαιώματα πιστοποιούνται από τις επαγγελματικές ενώσεις και όχι από το Κράτος μέσω των δημόσιων πανεπιστημίων. Επομένως, η όλη συζήτηση που διεξάγεται στη χώρα μας αποτελεί ελληνικό «παράδοξο». Μια κραυγαλέα έκφραση του υποβόσκοντος κρατισμού που έχει πάρει χαρακτήρα πολιτισμικού ιδιωματος στη χώρα μας (θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί το γιατί).
Προφανώς, κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών (κατά Τμήμα) λαβαίνεται, και ορθώς, υπόψη η σχέση που πρέπει να έχει η δομή της σπουδής με τις απαιτήσεις ενός ή περισσοτέρων συναφών επαγγελμάτων. Η επιμονή, όμως, για την έκδοση των περιβόητων Υπουργικών Αποφάσεων για την αντιστοίχηση πτυχίων προς επαγγελτικά δικαιώματα είναι απλούστατα συνέπεια της (τεχνητής) ανάγκης να ρυθμιστεί η σχέση τυπικών προσόντων ως προϋποθέσεις για την κατάληψη κάποιος δημόσιας ή οιονεί δημόσιας θέσης. Η τακτική αυτή, βαθειά ριζωμένη στην εκπαιδευτική κουλτούρα μας, έχει κάνει μεγάλη ζημιά στην ποιότητα και το περιεχόμενο των σπουδών: Προσανατολίζει περισσότερο σε μια διοικητική ρύθμιση ενός είδους ράντας του πτυχίου με την μορφή του κατοχυρωμένου επαγγελματικού δικαιώματος παρά σε μια σωστή προδιαγραφή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που εγγυώνται την κοινωνικά εγγυημένη προσφορά συγκεκριμένων επαγγελματικών υπηρεσιών. Πιστεύω ότι είναι ανάγκη να εξυγιανθεί το σύστημα. Οι επαγγελματικές ενώσεις, με την εποπτεία της Πολιτείας ως εγγυητή ενάντια σε οποιαδήποτε συντεχνιακή απόκλιση, πρέπει να αποκτήσουν την αρμοδιότητα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων στους πτυχιούχους. Το πανεπιστήμιο πρέπει να εγγυάται την αρτιότητα της επιστημονικής εκπαίδευσης σύμφωνα με ένα πρόγραμμα σπουδών, που μεταξύ άλλων θα ανταποκρίνεται και σε απαιτήσεις επαγγελματικής απασχόλησης. Η εγγύηση της επαγγελματικής επάρκειας ανήκει στο χώρο της προστασίας του πολίτη και του καταναλωτή και όχι στην απονομή τεχνητών ή έστω και ουσιαστικών δικαιωμάτων προσόδου (rent) από την τυπική κτήση ενός διπλώματος. Μπορούμε, επί του προκειμένου να ακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή σε συνδυασμό με την αμερικανική τακτική.
Είναι προφανές, ότι στα πλαίσια μιας τέτοιας εκσυγχρονιστικής ρύθμισης, τα Πανεπιστήμια θα οφείλουν να προσθέσουν τις επαγγελματικές ενώσεις, αλλά και τις ενώσεις πολιτών που προασπίζουν τα δικαιώματα του καταναλωτή υπηρεσιών, στους συζητητές τους όταν καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών τους. Η σχέση αυτή, ασφαλώς, δεν πρέπει να εκφυλιστεί σε σχέση υποταγής στα υποτιθέμενα συντεχνιακά κελεύσματα, ή στα κελεύσματα της αγοράς. Το πανεπιστήμιο έχει να παίξει ρόλους που υπερβαίνουν (αν και καλύπτουν εν μέρει) τόσο τις ανάγκες της αγοράς όσο και των επαγγελματικών (καλώς εννοούμενων) συμφερόντων.

24. Τι αλλαγές πρέπει να δρομολογήσουμε ως προς τα έτη σπουδών κ.λπ. και την υποχρέωση ταξινόμησης σε βαθμούς των πανεπιστημιακών προσόντων;



Η συζήτηση για τα έτη σπουδών έχει προσλάβει σχεδόν … μεταφυσικό χαρακτήρα στη χώρα μας. Μέσα από την κουλτούρα των τυπικών προσόντων που έχει καλλιεργηθεί ως θεμέλιο της ονομαστικής αξίας των πτυχίων, γίνεται εν πολλοίς πλήρης παρανόηση και της όλης συζήτησης που διεξάγεται στα πλαίσια της διαδικασίας της Μπολόνια.
Τα έτη σπουδών απαντούν στο ερώτημα «πόσο χρόνος χρειάζεται για να εκτελεστεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών». Εμείς μεταφυσικοποιούμε το ερώτημα ψάχνοντας να βρούμε απάντηση στο σουρεαλιστικό ερώτημα «πόσα χρόνια χρειάζονται για να πάρουμε το τάδε πτυχίο». Μια ακραία απάντηση στο ερώτημα με την μορφή αυτή θα ήταν « Τρία λεπτά μετά την κατάθεση σχετικής αιτήσεως στον κοντινότερο μπακάλη» !
Στα πλαίσια της Μπολόνια η συζήτηση γίνεται με δεδομένη την κοινή άκρες μέση εμπειρία των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων για τον χρόνο που χρειάζεται ένας μέσος φοιτητής για να ολοκληρώσει τις σπουδές του με ένα δεδομένο πρόγραμμα σπουδών. Εμείς, κατά κανόνα, συζητούμε (βλ. Γενικές συνελεύσεις τμημάτων) για το πόσα χρόνια χρειάζονται για ένα πτυχίο, με ανοιχτό τον λογαριασμό του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η παρακολούθηση ενός ακατανόητου εν πολλοίς προγράμματος σπουδών. Ως πρόεδρος Τμήματος βρέθηκα πρίν λίγα χρόνια σε αδυναμία να πιστοποιήσω το εύρυθμο των σπουδών φοιτήτριάς μου προς την αρμόδια Γερμανική αρχή που την στήριζε με ειδική υποτροφία: Απλούστατα, εφαρμόζοντας στα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά σταθερότυπα που οι ίδιοι οι Γερμανοί αρμόδιοι που παρείχαν ως βοήθημα για να εκτιμήσω τον «φόρτο εργασίας» της φοιτήτριας, έβγαζα ότι η δύστυχη έπρεπε να δουλεύει ….26 ώρες το εικοσιτετράωρο για να είναι συνεπής με τις «επιλογές» των μαθημάτων του τυπικού εξαμήνου της ! Το γιατί; Μα απλούστατα το πρόγραμμα σπουδών είχε καταρτιστεί με γνώμονα την παροχή ευκαιρίας ανεξάρτητης διδασκαλίας σε όλο το διδακτικό προσωπικό του Τμήματος, και όχι με στάθμιση ενός προτύπου σπουδών που συνεπαγόταν και αντίστοιχο (λογικό) φόρτο εργασίας (παρακολούθηση, μελέτη, ασκήσεις και ενδιάμεσες εκπαιδευτικές διαδικασίες).
Με λίγα λόγια, τα έτη σπουδών πρέπει να προκύπτουν από τον συνδυασμό απαιτούμενης ύλης και εναλλακτικού κόστους του χρόνου σπουδών. Να βρεθεί ή άριστη τομή των δύο αυτών παραγόντων. Επομένως, απαιτείται μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο θέτουμε το σχετικό ερώτημα για να μπορέσουμε να δώσουμε λογική απάντηση.
Κατά πάσα πιθανότητα, με λογικά δομημένα προγράμματα σπουδών ( αλλά με αυτή την απαράβατη προϋπόθεση) το δόγμα της Μπολόνια 3+2+5 κάνει νόημα και σε εμάς. Εκτός αν ανήκουμε σε διαφορετικό … ανθρώπινο ή μη είδος!

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Στιγμές που φωλιάζουν στη ψυχή


Καλοκαιρινή αισιόδοξη εικόνα

Ως εκπαιδευτικός πάντα αξιολογώ ως σπουδαία την αγάπη των μαθητών στο δάσκαλό τους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που λείπει καθημερινά και περισσότερο. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξω ότι ο βαθμός και ή έκταση αυτής της αγάπης αποτελεί το καλλίτερο μέτρο αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι αυτοσχέδιες μετρήσεις μου τελευταία είναι απογοητευτικές, γενικά.
Κι όμως χθες βράδυ πήρα μια γερή δόση αισιοδοξίας. Την μοιράζομαι μαζί σας.
Εννιά το βράδυ μπροστά στην πλατεία του τοπικού Δημαρχείου. Μέσα στην αίθουσά του θα δινόταν συναυλία με σοβαρή μουσική. Σοβαρά και μάλλον αμίλητα τα πρόσωπα των προσερχομένων.
Στη πλατεία καμιά δεκαριά αγόρια και μερικά κορίτσια γύρω στα δέκα με δώδεκα χρόνια, έπαιζαν – τα περισσότερα με σκέτημπορντ- και λαλούσαν χαρούμενα. Ξαφνικά ακούγεται μια αγορίστικη δυνατή φωνή:
-Παιδιά, η Κυρία. Είναι η Κυρία.
Εκείνη την ώρα πρόβαλε στ μιαν άκρη της πλατεία η νεαρή και καλοντυμένη Κυρία. Η δασκάλα τους!
Τα παιδιά έτρεξαν με χαρούμενες φωνές κοντά της και την καλωσόρισαν το καθένα με τον τρόπο τους. Και κείνη έσκυψε και με λεπτές στοργικές κινήσεις των χεριών της τα καλωσόριζε και στο καθένα κάποια λόγια αναγνώρισης απηύθυνε. Ήταν μια εικόνα εύκολα αναγνωρίσιμης αγάπης των μαθητών για την δασκάλα τους. Την καλή δασκάλα τους.
Ε, λοιπόν, δεν έχει χαθεί, δα, και το σύμπαν. Υπάρχει πάντα ελπίδα.
Μακάριες οι καλές δασκάλες που καταφέρνουν ακούραστα να βγάζουν από τα παιδιά το πολύτιμο νάμα τους: Την ικανότητά τους ν’ αγαπούν ακόμη και παίζοντας.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Αρώστιες που δεν θέλουμε να ξέρουμε....


Περί δωρεάν συγγραμμάτων και άλλων τινών….


Στα πλαίσια της εσωτερικής αλληλογραφίας που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών της Κίνησης για την Αναβάθμιση και Εκσυγχρονισμό του Πανεπιστημίου, στην οποία ανήκω, πήρα ένα σημείωμα από συνάδελφο με ενδιαφέρουσες σκέψεις για την αντιμετώπιση του περιβόητου ζητήματος του δωρεάν συγγράμματος. Χωρίς την άδεια του συναδέλφου δεν κρίνω ότι μπορώ να αναρτήσω το κείμενό του. Αναρτώ, όμως, την δική μου απόκριση επειδή εκτιμώ ότι θα ήταν χρήσιμα τα σχόλια ενός ευρύτερου κύκλου.

Πολύ φοβάμαι ότι με τους παγιωμένους στην ακαδημαϊκή κουλτούρα μας όρους, κάθε συμμετοχή στη συζήτηση «για τα συγγράμματα» νομιμοποιεί μια εκτρωματική κατάσταση που αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ακαδημαϊκής παθογένειας. Η μόνη, κατά την άποψή μου, ορθολογική απάντηση στο «ζήτημα» που αξίζει για μια εκσυγχρονιστική Κίνηση σαν τη δική μας είναι η απόρριψη του ζητήματος και η μετατόπιση της όλης συζήτησης στην ορθή βάση της: Σε ένα οποιοδήποτε από τα πολλά συστήματα ακαδημαϊκής διδασκαλίας, ποιες είναι οι τεχνικές λύσεις στα ζητήματα πρόσβασης στην απαιτούμενη βιβλιογραφία και τα απαιτούμενα διδακτικά βοηθήματα. Όταν η συζήτηση τεθεί σε αυτή την βάση, που αποτελεί και την μόνη που η διεθνής (Δυτική) πρακτική και βιβλιογραφία δέχεται ως πραγματικό πρόβλημα στα πλαίσια του σχεδιασμού των πανεπιστημιακών μαθημάτων, τότε η όλη ελληνοπρεπής συζήτηση «περί συγγραμμάτων» θα φανεί αστεία ! Εξηγούμαι, και προτείνω η συζήτηση να μετατεθεί σε αυτή τη βάση αν θέλουμε πράγματι να συμβάλουμε στον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας, αντί να αναπαράγομε ένα πρόβλημα που γέννησε η παθογένειά της και που οι λύσεις του στην ουσία την ανατροφοδοτούν.

Σε οποιοδήποτε ολοκληρωμένο σύστημα ακαδημαϊκής διδασκαλίας, αυτό που συνηθίσαμε στην επαρχιώτικη ακαδημαϊκή γλώσσα μας να ονομάζουμε «σύγγραμμα» δεν είναι τίποτα άλλο από το βασικό βοηθητικό διδακτικό εγχειρίδιο. Στην ακαδημαϊκή διδακτική μεθοδολογία, προφανώς το εγχειρίδιο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να είναι το μοναδικό έντυπο βοήθημα στο οποίο πρέπει να προσκολλάται ο φοιτητής και ο διδάσκων. Είναι, όμως, απαραίτητο επειδή αποτελεί την δομική έκφραση της διδακτικής τακτικής του κάθε μαθήματος. Γιαυτό, κατά κανόνα επιλέγεται από τον διδάσκοντα ανάμεσα σε διεθνώς αναγνωρισμένα εγχειρίδια που έχουν γραφεί ύστερα από μακρά διαδικασία εφαρμοσμένης διδακτικής στρατηγικής και τακτικής. Για παράδειγμα, ο Σάμουελσον αποτελεί το βασικό εγχειρίδιο για τα οικονομικά πρώτης και ενδιάμεσης βαθμίδας από την Κορέα μέχρι την Αμερική. Άλλοι διδάσκοντες μπορεί να προτείνουν άλλο εγχειρίδιο στη θέση του, αλλά οπωσδήποτε θα διαλέξουν ανάμεσα στα διεθνώς αναγνωρισμένα, με καλές διεθνείς κριτικές και μακρά ιστορία επιτυχημένης χρήσης. Σπάνια θα τολμήσουν να προτείνουν τις δικές τους διδακτικές σημειώσεις ως βασικό διδακτικό εγχειρίδιο, παρόλο που αυτές ασφαλώς θα τις μοιράζουν ως hand-outs μαζί με άλλο βοηθητικό υλικό του μαθήματος.

Το κόλπο του ‘συγγράμματος’ αποτέλεσε εφεύρημα της πλειονότητας των καθηγητών στην προ μεταπολίτευσης εποχή, ως υποτιθέμενα αξιοπρεπές μέσο συμπληρωματικού εισοδήματος. Οι φοιτητές υποχρεώνονταν να το αγοράζουν από τον εκάστοτε εκδότη, και ο εκδότης υπέβαλε ανελλιπώς κατάλογο των αγοραζόντων στον συγγραφέα/ καθηγητή, ο οποίος με τη σειρά του φρόντιζε να κάνει σαφή τον ρόλο της αγοράς ή μη αγοράς κατά την προφορική ή άλλη εξέταση. Τα συγγράμματα της εποχής εκείνης ήταν πανάκριβα και η αγορά τους συνιστούσε σημαντικό ποσοστό της δαπάνης σπουδών του φοιτητή. Στα φοιτητικά χρόνια μας ένα ‘σύγγραμμα» της Ιατρικής, θυμάμαι, πουλιόταν όσο κόστιζαν έξη μηνιαία ενοίκια για φοιτητικό δωμάτιο της εποχής.

Με την πίεση του φοιτητικού Κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του ’60 (επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου) διαμορφώθηκε η πολιτική (όχι ακαδημαϊκή) πρόταση της δωρεάν διανομής των αμαρτωλών αυτών συγγραμμάτων. Η τότε κυβέρνηση δεν πρόλαβε να εφαρμόσει την απόφασή της, την οποία όμως εφάρμοσε λίγους μήνες αργότερα η Χούντα ! Έτσι, ο θλιβερός ρόλος του μοναδικού συγγράμματος νομιμοποιήθηκε εφόσον ήταν πλέον δωρεάν ! Κανείς από τους εμπλεκόμενους στην διαχείριση της πολιτικής δύναμης στον ακαδημαϊκό χώρο, δεν μίλησε έκτοτε για τον στρεβλωτικό ρόλο του συγγράμματος, αλλά μας έβαλαν να ψάχνουμε για τον …. καλλίτερο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την στρέβλωση !

Έτσι φτάσαμε στις γελοιότητες της υποχρεωτικής ουσιαστικά συγγραφής που σιγά-σιγά παραχώρησε τη θέση της σε διάφορα άλλα κόλπα για να συγκαλύπτεται η τερατώδης συναλλαγή που συνεπάγεται η αναγκαστική αγορά από το κράτος συγγραμμάτων αμφίβολης επιστημονικής και προπάντων παιδαγωγικής αξίας.

Για τον πυρήνα του προβλήματος, μήτε κουβέντα. Τι να κάνει, λοιπόν, ο Νόμος; Να ρυθμίσει τη στρέβλωση ώστε να ενοχλεί όσο το δυνατόν λιγότερο το χριστεπώνυμο πλήθος;

Τώρα, βγαίνει το φασούλι των πολλαπλών επιλογών!!!! Σκέφτομαι τον φιλότιμο συνάδελφο που θέλει να σχεδιάσει το μάθημά του κατά τις τελευταίες κατακτήσεις της ακαδημαϊκής διδακτικής και παιδαγωγικής (βλ. λ.χ. Susan Toohey, Designing Courses of Higher Educastion, Open University Press, Berkshire, 2008) γνωρίζοντας ότι οι φοιτητές του θα ακολουθούν την τακτική διαφόρων εγχειριδίων που θα έχουν επιλέξει …. δημοκρατικά από τον περίφημο πίνακα που προβλέπει ο νέος Νόμος και ενθουσιάζει μερικούς συναδέλφους ως μεγάλη ακαδημαϊκή κατάκτηση. Τι απελπισία θα τον καταλαμβάνει! Εδώ, λοιπόν, μπλέκουν τα φύκια με τις μεταξωτές κορδέλες. Μπλέκει η ανάγκη ποικιλίας της προτεινόμενης βιβλιογραφίας (βασικό στοιχείο μιας σύγχρονης ακαδημαϊκής τακτικής) με την ανάγκη ενός ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ που έχει κάθε μάθημα για να μεταφέρει την κατεκτημένη διεθνώς ή επιτοπίως διδακτική τεχνογνωσία, αντί να βάζουμε τους πάντες να εφευρίσκουν τον τροχό από μόνοι τους.

Για να συντομεύω: Ο Φάκελος ενός καλοσχεδιασμένου μαθήματος πρέπει να περιέχει πολλά και πολλαπλά βοηθήματα: Βασική βιβλιογραφία του μαθήματος, Συμπληρωματική βιβλιογραφία για του πιο φιλότιμους φοιτητές, σημειώσεις και δείγματα ασκήσεων και εξετάσεων του διδάσκοντα, άλλο έντυπο βοηθητικό υλικό διευρυμένης ενημέρωσης, παραπομπές σε ιστότοπους κ.ο.κ. Ο φοιτητές παράλληλα πρέπει να εφοδιάζεται με ένα και μοναδικό διδακτικού εγχειρίδιο που μόνο ρόλος του είναι να βάζει σε τάξη την ύλη και όχι να αποτελεί το μοναδικό υλικό για μελέτη.

Μέσα σε ένα τέτοιο (κοινότοπο) πλαίσιο, το εγχειρίδιο μπορεί κάλιστα να το δανείζεται ο φοιτητής και να το επιστρέφει όταν τελειώσει το μάθημα για να το χρησιμοποιήσει ο επόμενος συνάδελφός του. Αν θέλει να το κρατήσει για την βιβλιοθήκη του, μπορεί κάλιστα να πληρώσει ένα μικρό τίμημα (αφού η αξία του θα αποσβένεται από τις επανειλημμένες χρήσεις του). Πληρώνοντας ένα μικρό αντίτιμο θα εκδηλώνει για την εκτίμησή του για το βιβλίο και θα δείχνει εμπράκτως ότι το θέλει. Ε, για να μπούμε και στον σοσιαλισμό: Όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν αυτό το μικρό αντίτιμο, ας τους δίνεται δωρεά από ένα ταμείο αρωγής αφού πιστοποιείται, τουλάχιστο, ότι δεν κυκλοφορούν με αυτοκίνητο μεγάλων ταχυτήτων !

Η ουσία θα είναι ότι πρώτον, το μάθημα θα γίνεται όπως πρέπει, και δεύτερον, η χρήση του εγχειριδίου θα είναι δωρεάν για να μη επιβαρύνεται το κόστος σπουδών.

Βλέπετε, φίλοι μου, πώς εξαφανίζεται από τον ορίζοντα το περίφημο πρόβλημα του συγγράμματος, μόλις αρχίσουμε να συζητούμε όχι για το πώς θα συνεχιστεί η σημερινή αθλιότητα με πιο συγκαλυμμένους τρόπους, αλλά για το τι ακριβώς είναι … το σύγγραμμα και πως λύνουν το πρόβλημα της χρήσης και παροχής τους κάποιοι που έχουν …. μακραίωνη εμπειρία ορθολογικής ακαδημαϊκής διαχείρισης;

Το πρόβλημα του συγγράμματος πρέπει να μεταφραστεί από την Κίνησή μας σε συζήτηση για την ποιότητα της διδασκαλίας και των συμπαραμαρτούντων (εξετάσεις, πιστοποιήσεις κ.ο.κ.) Αυτό προτείνω για συζήτηση με αφορμή τις κατά τα άλλα φιλότιμες σκέψεις του συν. Κουρουνιώτη
.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Οι οπτικές του πανεπιστημιακού Ζητήματος 6η συνέχεια


Τα μέλη του βοηθητικού ακαδημαϊκού προσωπικού (ιδιομορφία του ελληνικού συστήματος)

Αυτή η ομάδα συμφερόντων κατά τον Νόμο αποτελείται από το Ειδικό και Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό (ΕΕΔΙΠ) και το Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό (ΕΤΕΠ). Πάντοτε κατά τους ορισμούς το Νόμου, τα μέλη του Ειδικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΕΔΙΠ) επιτελούν ειδικό διδακτικό έργο (ΕΕΔΙΠ Ι) ή και εργαστηριακό/εφαρμοσμένο διδακτικό έργο (ΕΕΔΙΠ ΙΙ) στο Τμήμα. Το ΕΕΔΙΠ περιλαμβάνει κατόχους διδακτορικών, μεταπτυχιακών τίτλων και απλούς πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ και άλλους μη πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό (ΕΤΕΠ) παρέχει έργο υποδομής στην εν γένει λειτουργία του Τμήματος προσφέροντας εξειδικευμένες τεχνικές εργαστηριακές υπηρεσίες για την αρτιότερη εκτέλεση του εκπαιδευτικού, ερευνητικού και εφαρμοσμένου έργου του Τμήματος. Το ΕΤΕΠ περιλαμβάνει κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων, πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ ακόμη και μη πτυχιούχους.
Όπως θα παρατηρήσει ο προσεκτικός αναγνώστης, το έργο της ομάδας αυτής ορίζεται λειτουργικά, δηλαδή ως προς την ουσία των υπηρεσιών που ο καθένας παρέχει στο πανεπιστήμιο και όχι θεσμικά, δηλαδή ως προς την θέση του στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Το τυπικό προσοντολόγιο, εν τούτοις, των μελών είναι αρκετά ποικίλο και διακυμαίνεται από την κατοχή διδακτορικού τίτλου μέχρι απλούς πτυχίου ΤΕΙ ή και απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η διαφοροποίηση αυτή ως προς το προσοντολόγιο αποτελεί και σημαντικό παράγοντα εσωτερικών τριβών στην Ομάδα. Τριβών που λειτουργούν υποδόρια (π.χ. πολλοί διδάκτορες προσβλέπουν σε μεταπήδηση στον ομάδα των ΔΕΠ) και οι συνέπειές τους δεν εμφανίζονται αμέσως στο θεσμικό προσκήνιο. Εκδηλώνονται συνήθως με τη μορφή προσωπικών αντιπαλοτήτων σε συνδυασμό με δικτυώσεις και εξαρτήσεις πελατειακού χαρακτήρα με μέλη της ομάδας του ΔΕΠ. Τελικά, τα μισθολογικά ζητήματα καταλήγουν να είναι ο ισχυρότερος συνεκτικός δεσμός της Ομάδας, η οποία ως εκ τούτου συμπεριφέρεται περισσότερο σύμφωνα με τα πρότυπα του τυπικού μονίμου δημόσιου υπαλλήλου, παρά του μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτό παρατηρείται, παρ’ ότι κατά Νόμο η Ομάδα αυτή εκπροσωπείται συλλογικά στις διαδικασίες ανάδειξης των διοικητικών και ακαδημαϊκών αρχών διεύθυνσης του πανεπιστημίου.
Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ένα καίριο στοιχείο της «ιστορίας» της Ομάδας αυτής που, κατά την άποψη μου, βοηθά στην κατανόηση της κρίσιμης σχέσης των μελών της Ομάδας με το πανεπιστήμιο ως σύστημα, σε άμεσο, μεσο-μακροπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Η Ομάδα έλκει την καταγωγή της από τους «βοηθούς» και «επιστημονικούς» συνεργάτες» κατά κύριο λόγο της προ του Νόμου 1268 εποχής. Πολύ συνοπτικά, τα άτομα που αποτελούσαν τότε την ομάδα ήταν κατά βάση προσωπικές επιλογές των καθηγητών και εντεταλμένων υφηγητών χωρίς ουσιαστικές θεσμικές αρμοδιότητες και αντίστοιχο status στα πλαίσια του πανεπιστημιακού συστήματος. Μια πρώτη μεγάλη τομή έγινε στη διάρκεια της στρατιωτικής Δικτατορίας, όταν επιχειρήθηκε η συστηματική εκκαθάριση του χώρου με εργαλείο τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων. Μερικά μέλη της Ομάδας διασώθηκαν, αλλά ο χώρος καταλήφθηκε από μεγάλο αριθμό νέων μελών που για να διοριστούν πέρασαν κατ’ ανάγκη από το φίλτρο ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων τους. Όταν, προς το τέλος της Δικτατορίας, το Φοιτητικό Κίνημα έδειξε ανάστημα, σημαντικός αριθμός της Ομάδας προσκολλήθηκε σε αυτό, έτσι ώστε με την κατάρρευση της Δικτατορίας να βρεθούν σε προνομιακή θέση και να αναδείξουν καθοδηγητική ηγετική ομάδα που είχε αυξημένο κύρος σε σχέση με το μεταβατικό χαρακτήρα του φοιτητικού πληθυσμού. Ο ηγετικό πυρήνας της Ομάδας αναδέχτηκε το σύνθημα του εκδημοκρατισμού, που εμπεριείχε και την διαμόρφωση καινοφανών θεσμικών δυνατοτήτων μετάβασης των μελών της Ομάδας στον ακαδημαϊκό χώρο. Βασικό εργαλείο για την μετάβαση αυτή ήταν η εφεύρεση της δομής του ενιαίου ακαδημαϊκού φορέα που θα περιλάμβανε όλο το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό με διαβαθμισμένες ακαδημαϊκές ιδιότητες και στον οποίο έδινε πρόσβαση με συνοπτικές διαδικασίες στους πρώην βοηθούς, επιστημονικούς συνεργάτες κλπ., μέλη της Ομάδας αυτής.
Με τις «τακτοποιήσεις» των διαδοχικών νομοθετικών ρυθμίσεων των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, επιστέγασμα των οποίων υπήρξε το Νόμος Πλαίσιο 1268/82, ο μεγαλύτερος αριθμός της Ομάδας πέρασε στο ακαδημαϊκό προσωπικό και αποτέλεσε, σε πολλές περιπτώσεις, τον πυρήνα ανανέωσής του εκ των κάτω, με όλες τις συμπαρομαρτούσες συνέπειες, πολλές των οποίων διακτινίζονται μέχρι τις μέρες μας.
Μετά τις «τακτοποιήσεις» αυτές, η Ομάδα επανασυστήθηκε στα πλαίσια, τώρα, ριζικά διαφορετικού θεσμικού πλαισίου που της στερούσε τον αρχικό δυναμισμό της. Το σύστημά της έχει ήδη ισορροπήσει, ως υποσύστημα του πανεπιστημίου που βρίσκεται σε ιεραρχική υποταγή έναντι του ΔΕΠ. Η νέα κατάσταση έθεσε με νέο περιεχόμενο το ζήτημα της αυτονομίας του, τη φορά αυτή με έντονη δημοσιοϋπαλληλική χροιά μάλλον, παρά ακαδημαϊκή. Η νέα ταυτότητα της Ομάδας φαίνεται ήδη έκδηλα μέσα από τις συνδικαλιστικές πλατφόρμες της (βλ.
π,χ . http://users.uoi.gr/etepuoi/ ) Ο ρόλος της στην διαμόρφωση της δυναμικής των ισορροπιών του πανεπιστημίου είναι πλέον οριακός, μεν, αλλά όχι ασήμαντος. Η δύναμη της Ομάδας οφείλεται τώρα κατά κύριο λόγο στη λειτουργία του συστήματος ανάδειξης των διοικητικών οργάνων του Πανεπιστημίου, όπου η δύναμη της οριακής ψήφου μπορεί να πάρει εξαιρετικές διατάσεις σε συνθήκες επισφαλούς ισορροπίας των πελατειακών συμμαχιών.
Η Ομάδα συμφερόντων των ΕΤΕΠ κλπ. διαπλέκεται σήμερα περισσότερο με την Ομάδα συμφερόντων του διοικητικού προσωπικού παρά με την Ομάδα του ακαδημαϊκού προσωπικού. Η παρέμβασή της κυρίως σε διεκδικήσεις οικονομικού χαρακτήρα και για θέματα «υπηρεσιακής κατάστασης» εκδηλώνεται ευκαιριακά με προσκόλληση σε κινήσεις των φοιτητικών παρατάξεων και των παρατάξεων του ΔΕΠ μέσα στα πλαίσια μιας επίπλαστης αγωνιστικής ενότητας που καλύπτει ανομοιογενή συμφέροντα κάτω από ιδεολογικές προμετωπίδες και προσχηματικές θέσεις γενικού χαρακτήρα σε ότι αφορά συνήθως τις μαζικές κινητοποιήσεις του ακαδημαϊκού ανθρώπινου υλικού.
Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι η Ομάδα τελεί σε ισορροπία όταν εξασφαλίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τις προσδοκώμενες οικονομικές απολαβές σε συνδυασμό με συντεχνιακά προνόμια δημοσιοϋπαλληλικής προστασίας.
Σαφή εικόνα της οπτικής που διαμορφώνει η Ομάδα αυτή για το πανεπιστημιακό ζήτημα δεν έχουμε ελλείψει, και στην περίπτωση αυτή, τεκμηριωμένων εμπειρικών ερευνών. Κατά κανόνα, τα συνδικαλιστικά όργανά της αντιγράφουν και επαναλαμβάνουν στερεότυπες θέσεις πολιτικού χαρακτήρα που διαμορφώνονται από τις πολιτικές παρατάξεις με την ευκαιρία των ποικίλων μαζικών κινητοποιήσεων.
Η σύνθεση, συμπεριφορά και δυναμική αυτής της Ομάδας συμφερόντων έχει σημαντικές ιδιοτυπίες σε ότι αφορά την ελληνική περίπτωση. Οι ιδιοτυπίες ανάγονται κατά κύριο λόγο στην ιστορία ανάδειξής της και στην παράδοση που αυτή γέννησε μέσα στα πλαίσια των αντίστοιχων εξελίξεων μετά την Μεταπολίτευση. Η βασική διαφορά με τις αντίστοιχες ομάδες συμφερόντων στις άλλες Δυτικές Χώρες έγκειται κυρίως στο εργασιακό status των μελών της. Με κίνδυνο σφάλματος υπεργενίκευσης μπορούμε να παρατηρήσουμε συνοπτικά ότι στα μεν πανεπιστήμια του αγγλοσαξονικού χώρου, οι υπηρεσίες που παρέχονται από τα μέλη μιας τέτοιας ομάδας προσφέρονται σε μεγάλο βαθμό από υποψήφιους διδάκτορες και άλλους μεταπτυχιακούς φοιτητές που τους έχουν δοθεί αντίστοιχες ‘υποτροφίες’ στη διάρκεια των σπουδών τους με αντιστάθμισμα της παροχή υπηρεσιών βοηθητικής διδασκαλίας, εργαστηριακής υποστήριξης και ερευνητικής συνεργασίας με μέλη του διδακτικού προσωπικού. Η σύνθεση της Ελληνικής Ομάδας μοιάζει περισσότερο με εκείνη που υπάρχει στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και ιδίως της Γαλλίας και Ιταλίας. Και πάλι, όμως, τόσο η ιστορική προέλευση του κλάδου, όσο και η δημοσιοϋπαλληλική απόκλιση της κλαδικής κουλτούρας του είναι σαφώς εντονότεροι παράγοντες διαφοροποίησης της Ελληνικής εκδοχής.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Από τα βιβλία που διαβάζω


Τα οικονομικά της μαζικοποίησης:
Σε κρίση η αμερικανική μαγική λύση !


Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν η χώρα που, κατ’ εξοχή, προσέγγισε τη διαχείριση της πολιτικής απόφασης για μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με αδογμάτιστο πραγματισμό. Σήμερα αυτή τακτική της βρίσκεται υπό μεγάλη δοκιμασία. Όσοι στην Ευρώπη στρέφονται με μεγάλες προσδοκίες στα πρότυπα πολιτικής των ΗΠΑ εν προκειμένω και αναζητούν σε αυτά τη λύση των δικών τους προβλημάτων που ήλθαν σαν επακόλουθα της δικής τους απόφασης για μαζικοποίηση, ας αρχίσουν να σκέφτονται για νέες λύσεις. Ούτως ή άλλως, η ιστορία των αμερικάνικων εκπαιδευτικών πολιτικών προσφέρεται ως δειγματολόγιο εργαστηριακών παρατηρήσεων που είναι χρήσιμες για την Ευρώπη, ειδικά όταν απερίσκεπτα δείχνει τη διάθεση ν’ ακολουθήσει την αμερικάνικη τακτική.

Το τελευταίο διάστημα εκδίδονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς ενδιαφέροντα βιβλία σχετικά με το οικονομικό πρόβλημα των αμερικάνικων πανεπιστημίων. Μια πρόσφατη χρήσιμη επισκόπηση μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης στην πολύ καλή επισκόπηση του New York Review of Books (
http://www.nybooks.com/articles/22673)

Οι επικρατέστερες διαπιστώσεις των σημαντικότερων συγγραφέων είναι οι εξής:
*Τα μεν ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν κατάφεραν να στηρίξουν την επιβεβλημένη σε αυτά πολιτική της εξίσωσης ευκαιριών για τους εγγραφόμενους ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Από τη μία ο αυξανόμενος αριθμός των υποψηφίων για βοηθήματα και αφετέρου η εξασθένιση (λόγω κρίσεως) των περιουσιακών υποδομών τους, αναγκάζουν τα πανεπιστήμια της κατηγορίας αυτής να περιορίζουν την εγγραφή φοιτητών που έχουν ανάγκη σπουδαστικού βοηθήματος. Έτσι, η ψαλίδα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων για πρόσβαση στα πανεπιστήμια αυτά ανοίγει θεαματικά γεγονός που αντιστρατεύεται η νομοθετημένη πολιτική των ίσων ευκαιριών. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ανάμεσα στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι πολλά από τα θωρηκτά της πανεπιστημιακής αρμάδας των Ηνωμένων Πολιτειών (Harvard etc.) που στηρίζονται σε τεράστια κληροδοτήματα και λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ιδρύματα.
*Η ίδια και ίσως χειρότερη κατάσταση επικρατεί και στα δημόσια πανεπιστήμια ( Πολιτειακά). Η τακτική τους να επιδιώξουν διεύρυνση των ιδιωτικών πόρων τους για να αντισταθμίσουν τη στασιμότητα της δημόσια χρηματοδότησης οδηγήθηκε στην καταστροφή ύστερα από μια βραχεία περίοδο μεγάλων προσδοκιών. Σε αυτό συντέλεσε ασφαλώς και η οικονομική κρίση, αλλά δεν είναι αυτή ο μοναδικός παράγοντας για το φιάσκο της μερικής ιδιωτικοποίησης. Από την άλλη, η δημόσια χρηματοδότηση σκόνταψε στα δημοσιονομικά όρια των πολιτειακών και του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Το αποτέλεσμα εδώ είναι δραματικότερο σε σχέση με την κατάσταση που χαρακτηρίζει την ομάδα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ιδίως τα σημαντικότερα, βασισμένα στα υψηλά δίδακτρα και τις δωρεές των χορηγών τους, κρατούν τουλάχιστο την ποιότητα των λειτουργιών τους σε καλό επίπεδο. Τα δημόσια, όμως, επειδή πιέζονται από του προνομιακούς υποψηφίους τους (κατά την κείμενη νομοθεσία) χωρίς να μπορούν με την ίδια ευκαιρία να αυξήσουν τα δίδακτρα, αναγκάζονται βαθμιαία να υποβαθμίζουν τους δείκτες ποιότητας των λειτουργιών τους. Εδώ, η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας οδηγεί σχεδόν κατ’ ανάγκη σε χειροτέρευση των σπουδών και της έρευνας!

Γενικό συμπέρασμα που πρέπει να βάλει πολλούς σε σοβαρές σκέψεις, είναι ότι η πολιτική κοινωνία των ΗΠΑ δεν φάνηκε διατεθειμένη να υποστηρίξει οικονομικά τις πολιτικές διεύρυνσης, παρά τις θεσμικές δεσμεύσεις που καθιέρωση η κυβέρνηση και το Κογκρέσο. Τα μαθηματικά της αντινομίας αυτής είναι απλά: Η κοινωνία δεν δέχτηκε να κόψει δαπάνες από αλλού για να στηρίξει την πολιτική της διεύρυνσης. Και, βέβαια, χωρίς τους απαραίτητους πόρους η διεύρυνση οδηγεί αναπόφευκτα σε υποβάθμιση. Χειρότερη ποιότητα και περισσότερους …καταναλωτές. Η τρέχουσα οικονομική κρίση επέτεινε ασφαλώς το πρόβλημα, αλλά κυρίως αποκαλυψε την ψαλίδα μεταξύ δόγματος και πραγματικής πολιτικής βούλησης. Ο αμερικάνικος πραγματισμός (μερική ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πανεπιστημίων, λ.χ.) αποδείχθηκε τελικά φενάκη.

Αυτά προς γνώσιν και συμμόρφωση όλων μας και κυρίως των πολιτικών μας. Οι τελευταίοι πρέπει να καταλάβουν ότι πολύ σύντομα η … λεκτική λύση των προβλημάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης θα προσκρούσει στην πραγματικότητα των δημοσιονομικών διλλημάτων. Εκεί η πρόθεση δεν αρκεί. Χρειάζονται προκρίσεις και επιλογές συνδυασμών δημόσιας δαπάνης που θα είναι τόσο οδυνηρές όσο φιλόδοξοι είναι οι στόχοι της διεύρυνσης της πρόσβασης στα πανεπιστήμια. Να δούμε ποιοι θα αντέξουν στον πόνο και θα πούν «ναι, προχωρούμε» !

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Οι οπτικές του πανεπιστημιακού ζητήματος (5η συνέχεια)


Τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού

Η ομάδα του ακαδημαϊκού προσωπικού αποτελείται τους λέκτορες και όλες τις βαθμίδες καθηγητών. Μια κρίσιμη διάκριση είναι η διαίρεση της ομάδας στην υποομάδα των μη μονίμων (λέκτορες και μη μόνιμοι βοηθοί καθηγητές) από εκείνη των μονίμων (μόνιμοι βοηθοί, αναπληρωτές και καθηγητές). Η διάκριση έχει μεγάλη σημασία επειδή αφορά την δημιουργία εσωτερικών δυναμικών αντίθεσης και εξάρτησης μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας. Οι μη μόνιμοι εξαρτούν την μονιμοποίησή τους από την κρίση και απόφαση των μονίμων με κατά βάση εσωτερική διαδικασία (παρά την τύποις αντικειμενική λειτουργία των εκλεκτορικών σωμάτων). Η δυναμική της σχέσης αυτής παρέχει τη βάση για παθογενείς εφαρμογές των μεθόδων κοοπτάτσιας (cooption), όπως είναι ο νεποτισμός και η δημιουργία εσωτερικών αντιστυστημικών ιεραρχιών (εξαρτήσεις των κατώτερων από τους ανώτερους και όχι από το ‘ίδρυμα’). Η παθογενής εφαρμογή της μεθόδου της κοοπτάτσιας ευνοείται από την νομοθεσία. Ο νόμος-πλαίσιο και η νομολογία που προέκυψε από την εφαρμογή του καθιερώνουν ένα είδος κλειστής αυθεντίας στην επιλογή και αξιολόγηση του ακαδημαϊκού προσωπικού, εν ονόματι της ακαδημαϊκής αυτονομίας, που δεν αντισταθμίζεται από κανένα μηχανισμό απόδοσης συνεπειών (θετικών ή αρνητικών) από την πραγματική επίδοση του προσωπικού. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας αξιόπιστος μηχανισμός επιβράβευσης/επιτίμησης που να ωθεί το σύστημα σε καταστάσεις πρακτικής αξιοκρατίας. Αν συγκριθεί το ελληνικό σύστημα διαχείρισης του ακαδημαϊκού προσωπικού με τα κυριότερα αντίστοιχα συστήματα των Δυτικών χωρών, μπορεί εύκολα να αποκαλυφθεί ο «εκφυλιστικός μηχανισμός» που αναιρεί στην ουσία τις λεκτικές προβλέψεις περί αξιοκρατικών επιλογών και κρίσεων. Για όλους αυτούς τους λόγους η διάκριση ανάμεσα στους εξαρτημένους και εξαρτώντες ακαδημαϊκούς είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση της λειτουργίας του συστήματος.

Παρά ταύτα, το ακαδημαϊκό προσωπικό λειτουργεί ταυτόχρονα και ως ενιαίο σύνολο. Αν η διαδικασία της ακαδημαϊκής εξέλιξης δημιουργεί συνθήκες υποβόσκουσας αντίθεσης ανάμεσα στις δύο παραπάνω υποομάδες, το συμφέρον που έχουν και οι δύο να κατοχυρώσουν την ανεξέλεγκτη μονιμότητα της απασχόλησής τους, τους οδηγεί σε συντεχνιακού χαρακτήρα δεσμούς που εκφράζονται σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης της «αυτονομίας» τους. Στο πεδίο αυτό δημιουργείται και το ιδεολόγημα της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας που σε ότι αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενό του έχει εκφυλιστεί σε «ασυδοσία», δηλαδή στην αποφυγή κάθε μορφής εξωτερικής λογοδοσίας. Αυτή η συντεχνιακή ιδεολογία εξηγεί και την εκτεταμένη αντίδραση του ακαδημαϊκού χώρου σε κάθε μορφή ‘διαφανούς’ και ανοιχτής αξιολόγησης που θα μπορούσε να οδηγήσεις σε ουσιαστική κριτική των επιδόσεων, δεξιοτήτων και προοπτικών του ακαδημαϊκού προσωπικού.

Η συντεχνιακή κοινή αντίληψη αποτελεί και το κρίσιμο κλειδί για την κατανόηση της σχέσης του ακαδημαϊκού προσωπικού με το ίδρυμά τους. Επειδή δεν υπάρχει η αίσθηση της ανεξάρτητης εκπροσώπησης του πανεπιστημίου ως ιδιοπρόσωπης οντότητας, η πίστη (loyalty) των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας αναφέρεται στους ομοίους της ως πρόσωπα. Αυτή η πίστη διαμορφώνεται είτε ως εξάρτηση, είτε ως σχέση μέντορος/ μαθητευομένου, είτε ως πελατειακή με εξωακαδημαϊκές στοχεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω η εμβληματική απουσία της έννοιας της Alma Mater από τον πανεπιστημιακό πολιτισμό μας. Με λίγα λόγια, αυτά που ενώνουν μεταξύ τους τα μέλη του διδακτικού προσωπικού είναι ποικιλία δικτυώσεων που έχουν ως κοινό στόχο την διασφάλιση των προνομίων εργασίας τους, περισσότερο από κάποιοι κοινοί σκοποί που θα μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από τον συμβολισμό του ίδιου του πανεπιστημίου. Όσοι από τους ακαδημαϊκούς κατορθώνουν να κρατηθούν έξω από τα δίκτυα αυτά και να διατηρήσουν την απ’ ευθείας σχέση τους με το ήθος του επαγγέλματός τους μένουν απομονωμένοι και αισθάνονται περισσότερο ότι το σύστημα τους πολεμά παρά τους βοηθά να επιτελέσουν καλλίτερα το έργο τους. Αυτή η σχιζοειδής σχέση είναι καταλυτική για την ποιότητα της ακαδημαϊκής κουλτούρας και μπορεί να εξηγήσει πολλές από τις εκτροπές της.

Η ζωή και η συμπεριφορά του ακαδημαϊκού προσωπικού διαπλέκεται με δυναμικές σχέσεις ανάδρασης με τις υπόλοιπες ομάδες συμφερόντων του πανεπιστημιακού συστήματος. Ιδιαίτερης σημασίας, εν τούτοις, είναι η διαπλοκή τους με την ομάδα «φοιτητές» (προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί), τα μέλη του βοηθητικού ακαδημαϊκού προσωπικού και τους εκπροσώπους των εξωγενών παραγόντων (κυρίως κομματικοί εκπρόσωποι και εκπρόσωποι πολιτικών νεολαιών). Η διαπλοκή θεσμίζεται και υπομοχλεύεται από την νομοθεσία (νόμος-πλαίσιο). Ο κυριότερος παράγοντας υπομόχλευσης της διαπλοκής είναι η διαδικασία ανάδειξης των πανεπιστημιακών αρχών. Στη γραμμή αυτή παίζεται το κύριο παιχνίδι εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου κάθε ομάδα συμφερόντων προσπαθεί να διασφαλίσει το μέγιστο δυνατό μερίδιο συμμετοχής για την εξυπηρέτηση των στενών συντεχνιακών συμφερόντων. Κατά κανόνα, τα στρατηγικά συμφέροντα του πανεπιστημίου καθαυτού μένουν έξω από την οπτική αυτών των σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για τον θεμελιώδη μηχανισμό μέσω του οποίου εξαφανίζεται (ή μεταλλάσσεται) ο συστημικός σκοπός του πανεπιστημίου, που έχει ως τελικό αποτέλεσμα την εμφάνιση των πιο έκδηλων στοιχείων της διαγιγνωσκόμενης παθογένειας (πανεπιστημιακό ζήτημα). Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διαπλεκομένων σχέσεων είναι ο συντονισμός τους για επίτευξη ωφελειών εις βάρος του πανεπιστημίου και σχεδόν ποτέ υπέρ του πανεπιστημίου. Στις σχέσεις αυτές το πανεπιστήμιο γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης αντί να είναι υποκείμενο του οποίου ο συστημικός σκοπός πρέπει να υπηρετείται.

Υποθέτουμε ότι η ομάδα του ακαδημαϊκού προσωπικού βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας συμπεριφοράς, όταν με εύρυθμα εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα το πρόγραμμα σπουδών και τις απαιτήσεις του κρυφού προγράμματος σπουδών. Όταν η συμπεριφορά της (κατά την τυπική περίπτωση) απέχει από αυτό το επίπεδο επαγγελματικής συμπεριφοράς, δεχόμαστε ότι η Ομάδα βρίσκεται σε διέγερση που μαρτυρεί δυσανασχέτηση έναντι των παροχών (υλικών και άϋλων) του συστήματος. Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα: Ποιος και με ποιο τρόπο διαπιστώνει την δυσαρμονία στην περίπτωση ανισορροπίας στην συμπεριφορά αυτής της ομάδας συμφέροντος;

Το ερώτημα έχει δύο σκέλη: Πρώτο, ποιες αντικειμενικές ενδείξεις υποδηλώνουν κατάσταση ανισορροπίας, και δεύτερο ποιο όργανο νομιμοποιείται να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτών των αντικειμενικών ενδείξεων. Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος μπορεί σε μερικούς να φαίνεται παραδοξολογία. Το υπο-ερώτημα μολαταύτα έχει ουσιαστική σημασία ειδικά στην περίπτωση του Ελληνικού συστήματος: Μέχρις στιγμής κανένα από τα εντεταλμένα όργανα επίβλεψης και διαχείρισης της ευρυθμίας λειτουργίας των πανεπιστημίων μας δεν έχει διαπιστώσει ενδείξεις της κατηγορίας αυτής. Ακόμη και σε περιόδους οφθαλμοφανούς διαταραχής της ισορροπίας (π.χ. γενικευμένες απεργίες προσωπικού) η ερμηνεία περιορίζεται κατά κανόνα σε απόδοση ευθυνών στις σχέσεις Κράτους/Πανεπιστημίου. Περίπτωση αναφοράς σε διαταραχή της ισορροπίας σχέσεων Ακαδημαϊκού προσωπικού/Πανεπιστημίου δεν έχει ποτέ αναφερθεί από διοικούν όργανο. Εν όψει αυτού του παραδόξου, δικαιούται κάποιος να υποθέσει ότι: είτε δεν υπήρξε ποτέ διαταραχή της ισορροπίας των σχέσεων του ακαδημαϊκού προσωπικού με το πανεπιστήμιο, είτε υπήρξε μεν αλλά τα εντεταλμένα όργανα διαχείρισης και επίβλεψης της πανεπιστημιακής λειτουργία αρνούνται συστηματικά να διαπιστώσουν τέτοιου είδους διαταραχές (εκτός μεμονωμένων και εξαιρετικών περιπτώσεων εξατομικευμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων). Το φαινόμενο, όντας περίπου μοναδικό στον χώρο των Δυτικών κοινωνιών, αξίζει να επισύρει το ενδιαφέρον των ερευνητών.

Όσο για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος η απόφανση είναι πολύ ευχερέστερη: Διαταραχή της ισορροπίας στην συμπεριφορά της ομάδας των ακαδημαϊκών διαπιστώνεται οσάκις στατιστικά σημαντικό ποσοστό της υπολείπεται των σταθεροτύπων επιτέλεσης των υπό στενή έννοια καθηκόντων τους καθώς και των εν ευρεία εννοία υποχρεώσεών τους σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των αναγκών του κρυφού προγράμματος (ακαδημαϊκής κουλτούρας).

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γίνεται εύλογα η αναφορά στην έκτη παράμετρο της ταυτότητας της ομάδας, το ακαδημαϊκό προσωπικό: Ποια είναι η οπτική της όταν αντιλαμβάνεται το «πανεπιστημιακό ζήτημα»; Ή, αλλιώς, πώς αντιλαμβάνονται ως συλλογικότητα οι πανεπιστημιακοί των πανεπιστημιακό ζήτημα;
Τεκμηριωμένη απάντηση στο απλό αυτό ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Λείπουν τα απαραίτητα δεδομένα πιστοποιημένης αντικειμενικότητας. Έτσι μόνο μερικές χαλαρές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε ως προτάσεις για περαιτέρω διερεύνηση. Οι κυριότερες από τις υποθέσεις αυτές, κατά την άποψή μου είναι οι εξής:
· Κρίνοντας από τις δημοσιεύσεις στον Τύπο, η πλειονότητα των ακαδημαϊκών αντιμετωπίζουν το πανεπιστημιακό ζήτημα ως κρίση διοίκησης.
· Κρίνοντας από τα ελάχιστα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει πάνω στο θέμα αυτό, το πανεπιστημιακό ζήτημα αντιμετωπίζεται ως κρίση περί το νομικό καθεστώς ρύθμισης των πανεπιστημιακών πραγμάτων.
· Κρίνοντας από τις φανερές δηλώσεις της ΠΟΣΔΕΠ (ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των πανεπιστημιακών), η κρίση αντιμετωπίζεται ότι απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος, του ευρωπαϊσμού και της δημόσιας υποχρηματοδότησης .
· Κρίνοντας από ελάχιστες έκκεντρες φωνές ακαδημαϊκών, η κρίση αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ποιότητας και περιεχομένου σπουδών.

Διαπιστώνουμε ένα ευρύ φάσμα οπτικών που διαμορφώνεται μέσα στο πεδίο της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Είναι φανερό, ότι οι οπτικές δεν είναι στέρεα συνδεδεμένες με συγκεκριμένα λειτουργικά συμφέροντα και αντιλήψεις, μέχρι της αποδείξεως του εναντίου. Μπορεί επίσης να λειτουργήσουν και σωρευτικά. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια αντίληψη της πολυπαραγοντικής οπτικής του πανεπιστημιακού ζητήματος, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό ο δυναμικός τρόπος αντίληψης του ζητήματος αποτελεί οργανικό χαρακτηριστικό συμπεριφοράς της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Αυτό που είναι βέβαιο είναι το ότι δεν μπορεί να περιμένουμε βιώσιμη συνταγογραφία ενάντια στη κρίση, αν δεν ξέρουμε τουλάχιστο σε ποιες δυνάμεις μέσα στον χώρο των πανεπιστημιακών μπορεί να στηριχθούν οι όποιοι μεταρρυθμιστές.

Σε ότι αφορά, τέλος, στην τελευταία παράμετρο της οπτικής αυτής της ομάδας συμφερόντων, δηλαδή τις πιθανές διαφορές μεταξύ της ίδιας ομάδας του ελληνικού και του τυπικού Δυτικού πανεπιστημίου, ελάχιστα μπορούμε να πούμε επί του παρόντος. Η σύγκριση δεν είναι εφικτή παρά την πλούσια βιβλιογραφία που αφορά άλλες χώρες, επειδή λείπουν αξιόπιστα δεδομένα από την ελληνική περίπτωση. Κατά την γνώμη μου αυτή η αδυναμία σύγκρισης είναι οργανικό στοιχείο της πανεπιστημιακής κρίσης. Αποκαλύπτει ελαττωματικό μηχανισμό αναστοχασμού μέσα στην ίδια ομάδα που η κοινωνική αποστολή της είναι ακριβώς να στοχάζεται !