Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Οι οπτικές του πανεπιστημιακού ζητήματος (5η συνέχεια)


Τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού

Η ομάδα του ακαδημαϊκού προσωπικού αποτελείται τους λέκτορες και όλες τις βαθμίδες καθηγητών. Μια κρίσιμη διάκριση είναι η διαίρεση της ομάδας στην υποομάδα των μη μονίμων (λέκτορες και μη μόνιμοι βοηθοί καθηγητές) από εκείνη των μονίμων (μόνιμοι βοηθοί, αναπληρωτές και καθηγητές). Η διάκριση έχει μεγάλη σημασία επειδή αφορά την δημιουργία εσωτερικών δυναμικών αντίθεσης και εξάρτησης μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας. Οι μη μόνιμοι εξαρτούν την μονιμοποίησή τους από την κρίση και απόφαση των μονίμων με κατά βάση εσωτερική διαδικασία (παρά την τύποις αντικειμενική λειτουργία των εκλεκτορικών σωμάτων). Η δυναμική της σχέσης αυτής παρέχει τη βάση για παθογενείς εφαρμογές των μεθόδων κοοπτάτσιας (cooption), όπως είναι ο νεποτισμός και η δημιουργία εσωτερικών αντιστυστημικών ιεραρχιών (εξαρτήσεις των κατώτερων από τους ανώτερους και όχι από το ‘ίδρυμα’). Η παθογενής εφαρμογή της μεθόδου της κοοπτάτσιας ευνοείται από την νομοθεσία. Ο νόμος-πλαίσιο και η νομολογία που προέκυψε από την εφαρμογή του καθιερώνουν ένα είδος κλειστής αυθεντίας στην επιλογή και αξιολόγηση του ακαδημαϊκού προσωπικού, εν ονόματι της ακαδημαϊκής αυτονομίας, που δεν αντισταθμίζεται από κανένα μηχανισμό απόδοσης συνεπειών (θετικών ή αρνητικών) από την πραγματική επίδοση του προσωπικού. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας αξιόπιστος μηχανισμός επιβράβευσης/επιτίμησης που να ωθεί το σύστημα σε καταστάσεις πρακτικής αξιοκρατίας. Αν συγκριθεί το ελληνικό σύστημα διαχείρισης του ακαδημαϊκού προσωπικού με τα κυριότερα αντίστοιχα συστήματα των Δυτικών χωρών, μπορεί εύκολα να αποκαλυφθεί ο «εκφυλιστικός μηχανισμός» που αναιρεί στην ουσία τις λεκτικές προβλέψεις περί αξιοκρατικών επιλογών και κρίσεων. Για όλους αυτούς τους λόγους η διάκριση ανάμεσα στους εξαρτημένους και εξαρτώντες ακαδημαϊκούς είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση της λειτουργίας του συστήματος.

Παρά ταύτα, το ακαδημαϊκό προσωπικό λειτουργεί ταυτόχρονα και ως ενιαίο σύνολο. Αν η διαδικασία της ακαδημαϊκής εξέλιξης δημιουργεί συνθήκες υποβόσκουσας αντίθεσης ανάμεσα στις δύο παραπάνω υποομάδες, το συμφέρον που έχουν και οι δύο να κατοχυρώσουν την ανεξέλεγκτη μονιμότητα της απασχόλησής τους, τους οδηγεί σε συντεχνιακού χαρακτήρα δεσμούς που εκφράζονται σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης της «αυτονομίας» τους. Στο πεδίο αυτό δημιουργείται και το ιδεολόγημα της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας που σε ότι αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενό του έχει εκφυλιστεί σε «ασυδοσία», δηλαδή στην αποφυγή κάθε μορφής εξωτερικής λογοδοσίας. Αυτή η συντεχνιακή ιδεολογία εξηγεί και την εκτεταμένη αντίδραση του ακαδημαϊκού χώρου σε κάθε μορφή ‘διαφανούς’ και ανοιχτής αξιολόγησης που θα μπορούσε να οδηγήσεις σε ουσιαστική κριτική των επιδόσεων, δεξιοτήτων και προοπτικών του ακαδημαϊκού προσωπικού.

Η συντεχνιακή κοινή αντίληψη αποτελεί και το κρίσιμο κλειδί για την κατανόηση της σχέσης του ακαδημαϊκού προσωπικού με το ίδρυμά τους. Επειδή δεν υπάρχει η αίσθηση της ανεξάρτητης εκπροσώπησης του πανεπιστημίου ως ιδιοπρόσωπης οντότητας, η πίστη (loyalty) των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας αναφέρεται στους ομοίους της ως πρόσωπα. Αυτή η πίστη διαμορφώνεται είτε ως εξάρτηση, είτε ως σχέση μέντορος/ μαθητευομένου, είτε ως πελατειακή με εξωακαδημαϊκές στοχεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω η εμβληματική απουσία της έννοιας της Alma Mater από τον πανεπιστημιακό πολιτισμό μας. Με λίγα λόγια, αυτά που ενώνουν μεταξύ τους τα μέλη του διδακτικού προσωπικού είναι ποικιλία δικτυώσεων που έχουν ως κοινό στόχο την διασφάλιση των προνομίων εργασίας τους, περισσότερο από κάποιοι κοινοί σκοποί που θα μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από τον συμβολισμό του ίδιου του πανεπιστημίου. Όσοι από τους ακαδημαϊκούς κατορθώνουν να κρατηθούν έξω από τα δίκτυα αυτά και να διατηρήσουν την απ’ ευθείας σχέση τους με το ήθος του επαγγέλματός τους μένουν απομονωμένοι και αισθάνονται περισσότερο ότι το σύστημα τους πολεμά παρά τους βοηθά να επιτελέσουν καλλίτερα το έργο τους. Αυτή η σχιζοειδής σχέση είναι καταλυτική για την ποιότητα της ακαδημαϊκής κουλτούρας και μπορεί να εξηγήσει πολλές από τις εκτροπές της.

Η ζωή και η συμπεριφορά του ακαδημαϊκού προσωπικού διαπλέκεται με δυναμικές σχέσεις ανάδρασης με τις υπόλοιπες ομάδες συμφερόντων του πανεπιστημιακού συστήματος. Ιδιαίτερης σημασίας, εν τούτοις, είναι η διαπλοκή τους με την ομάδα «φοιτητές» (προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί), τα μέλη του βοηθητικού ακαδημαϊκού προσωπικού και τους εκπροσώπους των εξωγενών παραγόντων (κυρίως κομματικοί εκπρόσωποι και εκπρόσωποι πολιτικών νεολαιών). Η διαπλοκή θεσμίζεται και υπομοχλεύεται από την νομοθεσία (νόμος-πλαίσιο). Ο κυριότερος παράγοντας υπομόχλευσης της διαπλοκής είναι η διαδικασία ανάδειξης των πανεπιστημιακών αρχών. Στη γραμμή αυτή παίζεται το κύριο παιχνίδι εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου κάθε ομάδα συμφερόντων προσπαθεί να διασφαλίσει το μέγιστο δυνατό μερίδιο συμμετοχής για την εξυπηρέτηση των στενών συντεχνιακών συμφερόντων. Κατά κανόνα, τα στρατηγικά συμφέροντα του πανεπιστημίου καθαυτού μένουν έξω από την οπτική αυτών των σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για τον θεμελιώδη μηχανισμό μέσω του οποίου εξαφανίζεται (ή μεταλλάσσεται) ο συστημικός σκοπός του πανεπιστημίου, που έχει ως τελικό αποτέλεσμα την εμφάνιση των πιο έκδηλων στοιχείων της διαγιγνωσκόμενης παθογένειας (πανεπιστημιακό ζήτημα). Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διαπλεκομένων σχέσεων είναι ο συντονισμός τους για επίτευξη ωφελειών εις βάρος του πανεπιστημίου και σχεδόν ποτέ υπέρ του πανεπιστημίου. Στις σχέσεις αυτές το πανεπιστήμιο γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης αντί να είναι υποκείμενο του οποίου ο συστημικός σκοπός πρέπει να υπηρετείται.

Υποθέτουμε ότι η ομάδα του ακαδημαϊκού προσωπικού βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας συμπεριφοράς, όταν με εύρυθμα εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα το πρόγραμμα σπουδών και τις απαιτήσεις του κρυφού προγράμματος σπουδών. Όταν η συμπεριφορά της (κατά την τυπική περίπτωση) απέχει από αυτό το επίπεδο επαγγελματικής συμπεριφοράς, δεχόμαστε ότι η Ομάδα βρίσκεται σε διέγερση που μαρτυρεί δυσανασχέτηση έναντι των παροχών (υλικών και άϋλων) του συστήματος. Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα: Ποιος και με ποιο τρόπο διαπιστώνει την δυσαρμονία στην περίπτωση ανισορροπίας στην συμπεριφορά αυτής της ομάδας συμφέροντος;

Το ερώτημα έχει δύο σκέλη: Πρώτο, ποιες αντικειμενικές ενδείξεις υποδηλώνουν κατάσταση ανισορροπίας, και δεύτερο ποιο όργανο νομιμοποιείται να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτών των αντικειμενικών ενδείξεων. Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος μπορεί σε μερικούς να φαίνεται παραδοξολογία. Το υπο-ερώτημα μολαταύτα έχει ουσιαστική σημασία ειδικά στην περίπτωση του Ελληνικού συστήματος: Μέχρις στιγμής κανένα από τα εντεταλμένα όργανα επίβλεψης και διαχείρισης της ευρυθμίας λειτουργίας των πανεπιστημίων μας δεν έχει διαπιστώσει ενδείξεις της κατηγορίας αυτής. Ακόμη και σε περιόδους οφθαλμοφανούς διαταραχής της ισορροπίας (π.χ. γενικευμένες απεργίες προσωπικού) η ερμηνεία περιορίζεται κατά κανόνα σε απόδοση ευθυνών στις σχέσεις Κράτους/Πανεπιστημίου. Περίπτωση αναφοράς σε διαταραχή της ισορροπίας σχέσεων Ακαδημαϊκού προσωπικού/Πανεπιστημίου δεν έχει ποτέ αναφερθεί από διοικούν όργανο. Εν όψει αυτού του παραδόξου, δικαιούται κάποιος να υποθέσει ότι: είτε δεν υπήρξε ποτέ διαταραχή της ισορροπίας των σχέσεων του ακαδημαϊκού προσωπικού με το πανεπιστήμιο, είτε υπήρξε μεν αλλά τα εντεταλμένα όργανα διαχείρισης και επίβλεψης της πανεπιστημιακής λειτουργία αρνούνται συστηματικά να διαπιστώσουν τέτοιου είδους διαταραχές (εκτός μεμονωμένων και εξαιρετικών περιπτώσεων εξατομικευμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων). Το φαινόμενο, όντας περίπου μοναδικό στον χώρο των Δυτικών κοινωνιών, αξίζει να επισύρει το ενδιαφέρον των ερευνητών.

Όσο για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος η απόφανση είναι πολύ ευχερέστερη: Διαταραχή της ισορροπίας στην συμπεριφορά της ομάδας των ακαδημαϊκών διαπιστώνεται οσάκις στατιστικά σημαντικό ποσοστό της υπολείπεται των σταθεροτύπων επιτέλεσης των υπό στενή έννοια καθηκόντων τους καθώς και των εν ευρεία εννοία υποχρεώσεών τους σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των αναγκών του κρυφού προγράμματος (ακαδημαϊκής κουλτούρας).

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γίνεται εύλογα η αναφορά στην έκτη παράμετρο της ταυτότητας της ομάδας, το ακαδημαϊκό προσωπικό: Ποια είναι η οπτική της όταν αντιλαμβάνεται το «πανεπιστημιακό ζήτημα»; Ή, αλλιώς, πώς αντιλαμβάνονται ως συλλογικότητα οι πανεπιστημιακοί των πανεπιστημιακό ζήτημα;
Τεκμηριωμένη απάντηση στο απλό αυτό ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Λείπουν τα απαραίτητα δεδομένα πιστοποιημένης αντικειμενικότητας. Έτσι μόνο μερικές χαλαρές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε ως προτάσεις για περαιτέρω διερεύνηση. Οι κυριότερες από τις υποθέσεις αυτές, κατά την άποψή μου είναι οι εξής:
· Κρίνοντας από τις δημοσιεύσεις στον Τύπο, η πλειονότητα των ακαδημαϊκών αντιμετωπίζουν το πανεπιστημιακό ζήτημα ως κρίση διοίκησης.
· Κρίνοντας από τα ελάχιστα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει πάνω στο θέμα αυτό, το πανεπιστημιακό ζήτημα αντιμετωπίζεται ως κρίση περί το νομικό καθεστώς ρύθμισης των πανεπιστημιακών πραγμάτων.
· Κρίνοντας από τις φανερές δηλώσεις της ΠΟΣΔΕΠ (ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των πανεπιστημιακών), η κρίση αντιμετωπίζεται ότι απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος, του ευρωπαϊσμού και της δημόσιας υποχρηματοδότησης .
· Κρίνοντας από ελάχιστες έκκεντρες φωνές ακαδημαϊκών, η κρίση αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ποιότητας και περιεχομένου σπουδών.

Διαπιστώνουμε ένα ευρύ φάσμα οπτικών που διαμορφώνεται μέσα στο πεδίο της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Είναι φανερό, ότι οι οπτικές δεν είναι στέρεα συνδεδεμένες με συγκεκριμένα λειτουργικά συμφέροντα και αντιλήψεις, μέχρι της αποδείξεως του εναντίου. Μπορεί επίσης να λειτουργήσουν και σωρευτικά. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια αντίληψη της πολυπαραγοντικής οπτικής του πανεπιστημιακού ζητήματος, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό ο δυναμικός τρόπος αντίληψης του ζητήματος αποτελεί οργανικό χαρακτηριστικό συμπεριφοράς της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Αυτό που είναι βέβαιο είναι το ότι δεν μπορεί να περιμένουμε βιώσιμη συνταγογραφία ενάντια στη κρίση, αν δεν ξέρουμε τουλάχιστο σε ποιες δυνάμεις μέσα στον χώρο των πανεπιστημιακών μπορεί να στηριχθούν οι όποιοι μεταρρυθμιστές.

Σε ότι αφορά, τέλος, στην τελευταία παράμετρο της οπτικής αυτής της ομάδας συμφερόντων, δηλαδή τις πιθανές διαφορές μεταξύ της ίδιας ομάδας του ελληνικού και του τυπικού Δυτικού πανεπιστημίου, ελάχιστα μπορούμε να πούμε επί του παρόντος. Η σύγκριση δεν είναι εφικτή παρά την πλούσια βιβλιογραφία που αφορά άλλες χώρες, επειδή λείπουν αξιόπιστα δεδομένα από την ελληνική περίπτωση. Κατά την γνώμη μου αυτή η αδυναμία σύγκρισης είναι οργανικό στοιχείο της πανεπιστημιακής κρίσης. Αποκαλύπτει ελαττωματικό μηχανισμό αναστοχασμού μέσα στην ίδια ομάδα που η κοινωνική αποστολή της είναι ακριβώς να στοχάζεται !

Δεν υπάρχουν σχόλια: