Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Ημερολόγιο Αμφιθεάτρου 2


Πολλές φορές έχω την αίσθηση οτι είμαι κρυμένος πίσω από τα βιβλία που μελέτησα και αντιμετωπίζω την τάξη με μια αφηρημένη προσέγγιση. Απλώς δεν βλέπω τα προσωπά τους. Με ενδιαφέρει περισσότερο να κάνω τη διάλεξη όπως καλλίτερα την έχω προγραμματίσει όντας έξω από την τάξη, στο φορτωμένο με χαρτομάνι γραφείο μου.
Στο βάθος είναι ο φόβος του μεγάλου κενού επικοινωνίας που τα τελευταία χρόνια με έχει καταλάβει από την καθημερινή εμπειρία μου στη τάξη. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένουν οι φοιτητές που κάθονται απέναντί μου. Για να μην είμαι υπερβολικός: Δεν ξέρω τι περιμένουν οι περισσότεροι. Υποπτεύομαι οτι περιμένουν να περάσει μια κουραστική τελετουργία που με τον χρόνο θα τους δώσει ένα πολυπόθητο θετικό βαθμό στο μάθημα όπου έχουν εγγραφεί.
Αυτό με αποκαρδιώνει. Πριν μπώ στη τάξη, κάθε φορά με την ίδια ζέση, προσπαθώ να φανταστώ τη γραμμη επικοινωνίας μου με το ακροατήριο. Μπαίνω ενθουσιασμένος που ... φαντάστηκα κάτι το θελκτικό. Κατεβάζω τα γυαλιά μου και ξεκινώ με την βεβαιότητα οτι αυτή τη φορά το πέτυχα. Κατά κανόνα η ψευδαίσθηση διαρκεί ελάχιστα μόνο λεπτά. ΄Υστερα έρχεται η πεζή πραγματικότητα και με βάζει πίσω στο καβούκι μου. Πίσω ολοταχώς να κρυφτώ πίσω από τα χοντρά εξώφυλλα των ιδεατών βιβλίων μου. Να μη βλέπω. Για να μπορώ τουλάχιστο να ζήσω την ψευδαίσθηση της τάξης.
Τι έχει συμβεί;
Μα, είναι πολύ απλό: Στην πρώτη απόπειρα διαλόγου διαπιστώνω πάντα το ίδιο. Κανείς - ή σχεδόν κανείς και καμμία - δεν έχει ανοίξει βιβλίο. Δεν έχει καν συνειδητοποιήσει περί τίνος έρχεται να ακούσει. Βλέπεις το διάβασμα είναι συνδεδεμένο μόνο με τις εξετάσεις του εξαμήνου ή τις όποιες εξετάσεις. Κι εγώ επιμένω στην ακαδημαϊκή παιδαγωγική: Δεν θέλω να κομματιάσω την ύλη σε μπουκιές που ελέγχονται με ενδιάμεσα τέστ. Επιμένω να προσφέρω μια λογική του ανακαλύπτειν την επειρηματολογία γύρω από κάποιες υποθέσεις εργασίας. Επιμένω να σέβομαι το ακαδημαϊκό ήθος. Η εξελιξη με ακυρώνει. Κι εγώ, κάθε φορά, αμύνομαι πίσω από τη φιλοδοξία μιας καλοσχεδιασμένης διέλεξης. Ποιός νοιάζεται;
Όταν μοιράζομαι την αγωνία μου με συναδέφλους εύκολα η συζήτηση διολισθαίνει σε μια ελεϊνολογία του πρότερου εκπαιδευτικού συστήματος που μας στέλνει τέτοιους αδρανοποιημένους εγκέφαλους - και αδρανοποιημενες ψυχές, υποπτεύμαι. Η τελεσίδικη αυτή ερμηνεία καθόλου δεν με παρηγορεί. Πάντα ορθώνεται μέσα μου το τεράστιο ερώτημα. Άν δεν είμαστε αλληλέγγειοι με το τερατώδες σύστημα, πώς μπορούμε σε προσωπική βάση να πράξουμε αντισταθμιστικά; Τι φταίνε αυτά τα παιδιά που τους νερούλιασαν το μυαλό; Κι όμως έχουν ακόμη χρόνο να ανατάξουν την προσωπικότητά τους. Εμείς τι κάνουμε; Ζητάμε ένα άλλοθι για να βολευτούμε στη θέση του κριτή; Δ εν γινόμαστε άραγε συνεργοί σε αυτή την γενεακή αδικία; Και που πάει το αίσθημα της ισότητας; Εμείς, για κάποιο λόγο είχαμε το προνόμιο να ξεκολήσουμε από την πνευματική αδράνεια και θα γίνουμε αυτό που είμαστε. Και μ' αυτούς που τώρα θα ήθελαν να ξεκολήσουν τι κάνουμε; Τους αφήνουμε αβοήθητους στον αγώνα της πνευματικής επιβίωσης κι όποιον πάρει ο Χάρος;
Είμαι ήδη εβδομηντάρης, αλλά δεν μπορώ να βρώ καμμιά δικαιολογία που να με βολεύει, μ'όλα όσα έχω κάνει και κατά την ομολογία φίλων ... έχω προσφέρει. Κι ύστερα; Τι μ' αυτό, όταν το πρόβλημα χαίνει έτσι αβυσσαλέο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: