Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Ειδοποίηση και παράκληση


Σχόλια, προσθήκες, μέχρι και ....συν-συγγραφή!

Ο αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει οτι οι εγγραφές μου κάτω από την γενική ρουμπρίκα "οι οπτικές του Πανεπιστημιακού Ζητήματος" απτελούν μια συνέχει κειμένου που δίνεται μέ δόσεις. Στην πραγματικότητα αναρτάται άγουρo όπως ακριβώς προκύπτει από μια πρώτη γραφή.
Μια καλή ιδέα που προτείνω σε όσους έχουν λίγο χρόνο να διαθέσουν, είναι να θεωρήσουν τον εαυτό τους περίπου ως συν-συγγραφέα και να πλουτίσουν αυτά τα πρόχειρα με τις παρατηρήσεις, προσθήκες και σχόλια που κρίνουν χρήσιμα.
Αυτός ίσως είναι και ένας τρόπος για να αναδυθεί η "ομαδική σοφία" μας που τόσο την χρειάζεται το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Και άλλη θλιβερή παράκαμψη: Περίεργες παραλληλίες


Πριν μερικούς μήνες δημοσίευσα το παρακάτω κείμενο στο περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ. Περίεργοι και λίγο μπερδεμένοι συνειρμοί που γεννήθηκαν καθώς έγραφα το προηγούμενο post μου, έφερεαν το κείμενο αυτό στην επιφάνεια και κάπως τολμηρά αποφάσισα να το αναρτήσω εδώ. Στο βάθος του μυαλού μου - δυστυχώς- δημιουργήθηκαν υποψήφιες συσχετίσεις με τα όσα περνούν σήμερα τα πανεπιστήμιά μας.

Ελπίζω ο εκδότης του ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ να μη έχει αντίρρηση για την δημοσίευση του κειμένου εδώ.




Μερικά εικοσιτετράωρα
Συντροφιά με τον Διονύση Καράγεωργα



Αρχές καλοκαιριού του ’70, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Ένα κρίσιμο γεγονός που θα αναφερθεί παρακάτω μπορεί να βοηθήσει όσους ασχολούνται με τα χρονολόγια να προσδιορίσουν το πότε ακριβέστερα. Το τι, όμως, έχει πραγματική σημασία για να δικαιολογηθεί το λίγο μελάνι που θα αναλώσω για την αγαπημένη μνήμη του Σάκη σ΄αυτό το από καρδίας κείμενο.

Βρεθήκαμε οι δυο μας, ύστερα από περίπλοκη συνομωσία, σε διπλανά κρεβάτια στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Άγιος Σάββας, κολλητά στη μάντρα των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ και αντίκρυ στο ψωμάδικο του συγκροτήματος των Φυλακών. Συγγνώμη για τους λεπτομέρειες, αλλά έτσι ζωντανεύει με τα πραγματικά τους χρώματα η ανάμνηση των ημερών εκείνων. Σήμερα, στις «σοβαρές» πια στιγμές μας, τα βλέπουμε όλα μακρινά και γκρίζα. Έτσι τα δείχνει η Ιστορία. Καμιάν αξία δεν έχουν γιαυτή τα χρώματα και οι λεπτομέρειες.

Συνομωσία! Σπαρμένοι σε διάφορες φυλακές, τα δικασμένα μέλη της Δημοκρατικής Άμυνας είχαμε ως μοναδικούς τρόπους ανταλλαγής απόψεων για τη συνέχεια της όποιας δράσης μας, την επαφή μέσω των δικηγόρων, τις μεταγωγές από φυλακή σε φυλακή και την μετακομιδή μας στο Νοσοκομείο κρατουμένων σε συμφωνημένες ημερομηνίες για να συμπέσουμε στον ίδιο θάλαμο. Μερικοί από εμάς είχαμε το προνόμιο της ευκολότερης μετακομιδής: Ο Σάκης εξ αιτίας τους κατάστασης του κατακρεουργημένου από την έκρηξη και τα βασανιστήρια χεριού του, εγώ με την υποστήριξη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για περιοδικά τσεκ-απ εξ αιτίας τους εγκεφαλικού ισχαιμικού επεισοδίου που είχα υποστεί (χωρίς σοβαρές συνέπειες, στ΄αλήθεια) στη διάρκεια τους ανάκρισής μου. Ύστερα από χίλιες δυο διαβουλεύσεις μέσω δικηγόρων, συγγενών και «μικροπρακτόρων» μας που κρύβονταν ανάμεσα στη γραφειοκρατία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα κανονίζαμε ώστε να βρεθούμε ταυτόχρονα στον ίδιο θάλαμο. Εκεί άρχιζε η εντατική μεταξύ μας διαβούλευση και τα συμπεράσματά μας τα μεταφέραμε πίσω στους συντρόφους μας όταν επιστρέφαμε στη βάση μας. Αρχές καλοκαιριού, λοιπόν, και η τρέχουσα συνομωσία έπιασε. Τον Σάκη θα τον έβλεπα για πρώτη φορά από τότε που πιάστηκα τον Οκτώβρη του ’67 και προφανώς το μέγιστο της συγκίνησης προέρχονταν από την προσμονή να τον δω και να τον σταυροφιλήσω ύστερα από τον τραυματισμό και τα βασανιστήρια του Ιησού που είχε τραβήξει για την τιμή όλων μας.

Μεγάλη τύχη. Στον θάλαμο του Νοσοκομείου, βρήκαμε και τον Γρηγόρη Φαράκο. Απρόσμενα, η ‘διαβούλευσή’ μας έπαιρνε εν δυνάμει έκταση που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Δυο στελέχη τους Δημοκρατικής Άμυνας θα είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν ζωντανά με κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ χωρίς κίνδυνο και λογοκρισία! Που τέτοια τύχη.

Η ‘ατζέντα’ των συζητήσεών μας φυσικά ήταν θεωρητικά μάλλον ατελείωτη. Να εκτιμήσουμε την πολιτική κατάσταση, να αλληλοενημερωθούμε για τις εξελίξεις στο αντιστασιακό κίνημα, για τις εξελίξεις στο εξωτερικό, για την κατάσταση των συντρόφων μας στις διάφορες φυλακές ανά την επικράτεια, κλπ., κλπ. Ξαφνικά, η επικαιρότητα μας άστραψε τον προβολέα της σ’ ένα ζήτημα που ούτε είχαμε σκεφτεί να το εντάξουμε στην τακτική ατζέντα μας. Ομολογουμένως, μας δινόταν η ευκαιρία να βγάλουμε ένα μεγάλο μέρος από τα εσώψυχά μας που μας βασάνιζαν τις νύχτες χωρίς να μπορούμε να βρούμε εύκολο συνομιλητή. Το αναπάντεχο θέμα, τελικά, σφράγισε την «σύνοδο» εκείνη και μας άνοιξε ένα ολόκληρο πεδίο για να ονειρευόμαστε από κοινού στο εξής, παράλληλα με τα χίλια άλλα που σκεφτόμασταν με πυρετώδη πάθη, για το μετά την Χούντα μέλλον. Έτσι, όταν βρεθήκαμε το 74 πάλι ελεύθεροι, ο Σάκης κι εγώ ξέραμε σε τι θα δουλεύαμε για χάρη τους δημοκρατίας που ανέτελλε σιγά-σιγά.

Ας τα πιάσουμε, τώρα, τα πράγματα με τη σειρά τους.

Στο θάλαμο μας είχαν τηλεόραση με σχετικά μεγάλη οθόνη. Ήταν μόνιμα ρυθμισμένη στο κανάλι τους ΥΕΝΕΔ, δηλαδή του στρατιωτικού σταθμού. Με ήχο κι αυτόν μόνιμα ρυθμισμένο ώστε να αντιλαλεί περίπου σε ολόκληρο τον θάλαμο, η τηλεόραση έπαιζε άριστα τον ρόλο της ως «χωνί» της χουντικής προπαγάνδας. Τις περισσότερες φορές ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική, μέχρι που κάποια μέρα κάποιος καρκινοπαθής ποινικός κρατούμενος, που πάλευε με τους ανυπόφορους πόνους, του σηκώθηκε από το κρεβάτι και έριξε ένα ποτήρι νερό μέσα στα μεγάφωνα τους συσκευής. Έγινε ο χαμός με τους φύλακες-νοσοκόμους, αλλά τι να του κάνουν; Έτσι κι αλλιώς σε λίγες μέρες θα πέθαινε. Τελικά αχρηστεύθηκε το ένα μεγάφωνο, ως φαίνεται, και έτσι ακουγόταν μόνο το μπάσο. Ανακουφιστήκαμε κάπως. Ο ήχος ήταν λιγότερο εκνευριστικός.

Εκείνη τη μέρα καθόμασταν με τον Σάκη στο μεσιανό τραπέζι του θαλάμου και είχαμε επιδοθεί σε μια βαθυστόχαστη επιστημολογική συζήτηση. Ήταν ένα διάλλειμα στις πολιτικοιδεολογικές διαβουλεύσεις μας. Εκείνο τον καιρό διάβαζα Ackoff για να διαμορφώσω μια τελική άποψη για το λογικό μοντέλο τους επιστημονικής απόφανσης. Ο Σάκης είχε προσχωρήσει στον προβληματισμό μου, αλλά είχε σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο οι απόψεις του Ackoff μπορούσαν να έχουν αντίκρισμα τους κοινωνικές επιστήμες. Διατύπωνε τον φόβο μήπως οδηγούσαν τελικά σε φορμαλισμούς με μειωμένο κύρος ουσιαστικής αληθείας. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα βαθυστόχαστων φιλοσοφικών αναζητήσεων που καλλιεργούσε την διάθεση φυγής από την αθλιότητα της χουντικής καθημερινότητας, ακούμε ξαφνικά να βγαίνει από το «κουτί» η βραχνή φωνή του Παπαδόπουλου, γελοιοποιημένη ακόμη περισσότερο από την λειψή απόδοση του τραυματισμένου ηχητικού συστήματος. Στρεφόμαστε προς την τηλεόραση και αντικρίζουμε τον δικτάτορα στημένο μεγαλοπρεπώς στο κεντρικό βήμα της Βουλής, και από κάτω ένα πλήθος γερόντων και μεσηλίκων, καθισμένοι στα έδρανα σαν καλοί πειθαρχικοί μαθητές. Πολλοί είχαν τις ρεπούμπλικές τους ακουμπισμένες μπροστά τους σαν σύμβολα κύρους και σοβαρότητας.

Φυσικά, προσγειωθήκαμε απότομα και πήραμε τις καρέκλες μας να κάτσουμε κοντύτερα στη συσκευή για ν’ ακούμε καλλίτερα. Από το βάθος του θαλάμου ακούστηκε ένα σπηλαιώδες «όξω καριόληδες» που ήταν το κλασσικό επιφώνημα των ποινικών όταν τους εκνεύριζε κάποιος με την ομιλία του που αναγκαστικά διέκοπτε το περίπου συνεχές μουσικό πρόγραμμα. Ο Σάκης, σοβαρός σηκώθηκε όρθιος, στράφηκε προς το εσωτερικό του θαλάμου, και με την μπάσα επιβλητική φωνή του, ζήτησε την κατανόηση του «κοινού» με μια επίκληση της ιδιότητάς μας ως πολιτικών κρατουμένων που ήθελαν ν’ ακούσουν τι θα πει ο «καριόλης»! Το αίτημα έγινε αμέσως αποδεκτό και με το παραπάνω. Όσοι βρήκαν καρέκλα πλησίασαν και έκατσαν κι αυτοί κοντά στο μακρύ τραπέζι του θαλάμου. Οι άλλοι έκατσαν με κρεμασμένα τα πόδια στα κρεβάτια τους και μόνο οι βαριά άρρωστοι συνέχισαν να παίζουν το ρόλο τους για να επιβεβαιώνεται ότι βρισκόμασταν σε θάλαμο νοσοκομείου και όχι σε ομαδικό ανδρικό κοιτώνα. Πλησίασε και ο Φαράκος, στον οποίο κάποιος ποινικός έσπευσε με μεγάλη προθυμία να του προσφέρει την καρέκλα του. Έτσι στήθηκε ένα σπάνιο σκηνικό: Κεντροαριστερά δίπλα στην κομμουνιστική παρανομία, και όλοι μαζί περιστοιχισμένοι από δεκάδες Βαραβάδες. Όλοι μαζί κοιτούσαμε με διψασμένα μάτια την οθόνη, όπου τον καθαγιασμένο χώρο του Κοινοβουλίου μαγάριζε ο γελοίος δικτάτορας μπροστά σε ένα κοινό που προσπαθούσε να παίξει τον ρόλο της τάχα σοβαρής κοινωνίας.

Ο Παπαδόπουλος είχε συγκεντρώσει στην αίθουσα τους Βουλής τους εν ενεργεία πανεπιστημιακούς καθηγητές της εποχής μαζί με τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και πληθώρα άλλων περιδεών διανοουμένων που δεν είχαν το θάρρος να απορρίψουν την πρόσκληση της Χούντας. Ο δικτάτορας αποτεινόταν, λοιπόν, στην πνευματική ηγεσία της Χώρας και τους έκανε την τιμή ν’ ακούσαν δια ζώσης τις γελοίες σκέψεις του διατυπωμένες σε ελληνικούρες προπολεμικής επιθεώρησης με βλάχους που ήθελαν να φανούν πρωτευουσιάνοι. Η ομιλία του ξεκίνησε με ένα ατέλειωτο υβρεολόγιο εναντίον του ίδιου του ακροατηρίου του. Μέχρι και υψηλά ποσοστά κύναιδων επικαλέστηκε για να υπογραμμίσει τον ύποπτο ρόλο που οι ταγοί του πνεύματος και της τέχνης παίζουν στην κοινωνία που ο Παπαδόπουλος είχε βάλει … στο γύψο. Τους έβριζε άμεσα και έμμεσα επί μισή ώρα. Ύστερα, άρχισε να τους εκτοξεύει βαθυστόχαστες αμπελοφιλοσοφίες με αποκορύφωμα την μνημειώδη παράγραφο που έκτοτε αποστήθισα μαζί με τους πρώτους στίχους του εθνικού μας ύμνου:
«Παύσατε ηδονιζόμενοι υπό τα πνοάς των Δυτικών ανέμων, εκσπώντες πλάκας εκ των πεζοδρομίων και επιρρίπτοντες ταύτας επί των κεφαλών του περιβάλλοντος χώρου».

Έτσι συνόψιζε ο γελοίος την χουντική άποψη για τα γεγονότα του Μάη του 68 και τον φόβο που τον κατείχε για την πιθανότητα επέκτασης του κινήματος στην Ελλάδα.

Κάνω μια παρένθεση για να δώσω μια χαρακτηριστική εικόνα της όπερας μπουφόνε που παιζόταν καθημερινά την εποχή εκείνη ακόμη και μέσα στις φυλακές, όπου ο Παπαδόπουλος μας έδινε καθημερινή τροφή για γέλιο. Ε, λοιπόν, όταν επέστρεψα από τον Άγιο Παύλο τους φυλακές τους Αίγινας όπου ήταν η βάση μου, έγραψα με μεγάλα μπογιατισμένα γράμματα την παραπάνω Παπαδοπούλειο ρήση στο τοίχο του θαλάμου 5 σε περίοπτη θέση. Στη πρώτη μετά την αναγραφή τους έρευνα, ο αρχιφύλακας στάθηκε μπροστά τους, έδωσε μια γρήγορη εντολή «βάψτε τον τοίχο» και έστριψε να βγει από τον θάλαμο. Ο Ξυριτάκης καλή του ώρα, του φωνάζει από το βάθος με βαριά Κρητική προφορά:

- Μα, να σβήσουμε απόσπασμα του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως κύρια Αρχιφύλαξ;

Ο Αρχιφύλακας κάνει μεταβολή, ξαναστήνεται μπροστά στον τοίχο, διαβάζει το απόσπασμα, ξεροβήχει και αποκρίνεται:

- Δεν το πρόσεξα…. Μμμμ, εγώ ξέρω, βεβαίως! Το γράψατε για να το διαβάζετε και να γελάτε. Αλλά εγώ τι μπορώ να κάνω; Να το σβήσω; Ε, όχι και να βρω το μπελά μου. Αφήστε το όπως είναι!

Αυτή ήταν μια από τις αντιδράσεις μας στις ανοησίες του δικτάτορα. Οι ταγοί, όμως, εκείνη την ημέρα, τον άκουγαν χάσκοντας και ακίνητοι σαν μαθητούδια μπροστά στον επιθεωρητή. Στο αποκορύφωμα του υβρεολόγιου, γυρίζει ο Σάκης και μου λέει:
- Βρε Κώστα, δεν θα σηκωθεί άραγε μήτε ένας από δαύτους να φύγει, δείχνοντας την διαμαρτυρία του σε όσα τους καταμαρτυρεί;

Και, δεν σηκώθηκε μήτε ένας τους. Ανάμεσά τους διακρίναμε πρόσωπα που η γενιά μας τους θαύμαζε. Ακόμη και αγαπούσαμε μερικούς από δαύτους.

Αρχίσαμε με τον Σάκη να καταγράφουμε έναν –ένα του παρόντες, αλλά περισσότερο να ψάχνουμε ποιοι έλλειπαν από κάθε κατηγορία που σχηματιζόταν από την παρατήρηση της αίθουσας με τις επηρμένες κεφαλές και τα κενά μάτια. Τόσο πλούσιος ο πρώτο κατάλογος και τόσο φτωχός ό δεύτερος !

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιήσαμε τη μοναξιά μας σ’ εκείνο το πέλαγος δειλίας των ομοτέχνων μας. Και ο Σάκης κι εγώ είχαμε αρχίσει να κάνουμε καριέρα πανεπιστημιακή πριν μας πιάσουν. Τώρα συνειδητοποιούσαμε σε τι θάλασσα σκουπιδιών θα κολυμπούσαμε όταν με το καλό θα περνούσε ο εφιάλτης τους Χούντας. Με αυτά τα συναισθήματα και σαν να ήμασταν συντονισμένοι, στραφήκαμε στον Φαράκο. Του λέει ο Σάκης:
- Γρηγόρη, τι σκατά είναι αυτά που βλέπουμε;

Και ο Γρηγόρης, με ύφος που ξεχείλιζε περίσκεψη, μας ψιθυρίζει:

- Μη χρησιμοποιείτε τέτοιες εκφράσεις! Δεν είναι ανάγκη. Η κατάσταση μήπως δεν ήταν γνωστή;

Η κουκουέδικη ευπρέπεια συνδυασμένη με τον γενικευτικό λόγο της απλοποιημένης μαρξιστικής θεώρησης. Δεν άρεσε, όμως, καθόλου στον δικό μας μικροαστικό ριζοσπαστισμό. Εμείς τα βλέπαμε ‘σκατά’ και τα ονοματίζαμε ανάλογα. Αν το περιμέναμε ότι έτσι θα ήταν; Πιθανόν, αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Αλλά ούτε και μας ήταν εύκολο να φανταστούμε μιαν αλλαγή της κατάστασης όπου όλ’ αυτά τα ‘σκατά’ θα είχαν αυτομάτως εξαφανιστεί είτε δια πελέκεως είτε σε κάποια Σιβηρική απομόνωση. Βαθειά μέσα μας ξέραμε ότι θα είχαμε να παλέψουμε μέσα σε ένα σύστημα που χωρούσε ακόμη και αυτά τα σκατά. Αυτά έχει η δημοκρατία. Δεν εξαφανίζει ανθρώπους, αλλά αλλάζει καταστάσεις. Κοιταχτήκαμε λοιπόν στα μάτια με τον Σάκη, ύστερα ξαναγυρίσαμε τη ματιά μας στην οθόνη και παρακολουθήσαμε σιωπηλοί όλη την τελετουργία εξευτελισμού τους εθνικής μας ιντελλιγκέντσιας. Μέχρι το τέλος, που ο δικτάτορας διέταξε του ζυγούς λύσατε, ούτε ένας τους – μα, ούτε ένας - δεν πήρε το ρεπούμπλικό του και να σηκωθεί να φύγει. Έστω χωρίς να πει λέξει. Μόνο με το κεφάλι ψηλά. Έκπτωση τους προσδοκίες μου: Έστω και με το κεφάλι σκυφτό για να μη δώσει στόχο.

Όταν τέλειωσε η παράσταση εκείνη, ξέραμε ότι η ατζέντα των διαβουλεύσεών μας έπρεπε ν’ αλλάξει άρδην. Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια και συντονιστήκαμε με τον Σάκη, σε ένα διάλογο δύο ημερών που σημάδεψε τη ζωή και των δυο μας, όπως φάνηκε με τα όσα επακολούθησαν.

Η εικόνα της ρεπουμπλικοφορούσας πλειονότητας της ακαδημαϊκής ελίτ που ανέκφραστη ως ένοχη δεχόταν το καταιγιστικό υβρεολόγιο του δικτάτορα και χάσκουσα στη συνέχεια συνέπραττε στην παράσταση της σουρεαλιστικής όπερας με τους αμπελοφιλοσοφίες του, δεν άφηνε κανένα περιθώρια παρερμηνείας. Μήτε και ελπίδας με δαύτους. Με ελάχιστα λόγια συμφωνήσαμε με τον Σάκη, ότι η αποκατάσταση τους ουσιαστικής δημοκρατίας θα αποβεί φενάκη, με τέτοια σκατά στον αφρό τους πνευματικής ηγεσίας. Πως θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να σταθούν στο αμφιθέατρο τους δημοκρατικού πανεπιστημίου; Τι θα μπορούσαν να προσφέρουν στην αποκατάσταση μιας πραγματικής ακαδημαϊκής κουλτούρας; Τι θα τους κάναμε όλους αυτούς; Η πρώτη σκέψη ήταν η «κάθαρση». Με λίγη σκέψη παραπάνω το πρόβλημα έχανε την ευκαιρία μιας τέτοιας συνοπτικής λύσης. Σε συνθήκες δημοκρατίας κάνεις κάθαρση σε χώρους όπου το κάθαρμα ξεχωρίζει σαφώς ως μικρό μέρος σε σχέση με τον καλό καρπό που το φιλοξενεί. Όταν, όπως, το κάθαρμα αποτελεί το μείζον ποσοστό του καρπού είναι αδύνατο να το ξεφορτωθείς πετώντας το. Γιατί ο καρπός δεν είναι οι άνθρωποι εν προκειμένω, αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα, το ευρύτερο σύστημα αναπαραγωγής της γενικής κουλτούρας. Δεν μπορείς να πετάξεις ένα τέτοιο σύστημα. Όσοι το επιχείρησαν οδήγησαν τους κοινωνίες σε εκτρωματικές καταστάσεις. Μπερδευτήκαμε με το ζήτημα και το αφήσαμε ανοιχτό. Μάλλον η ζωή θα δείξει, συμφωνήσαμε.

Καθώς αρχίσαμε με πείσμα και γρήγορους ρυθμούς να μπαίνουμε συνεχώς και βαθύτερα στο νόημα του προβλήματος, συνειδητοποιούσαμε ότι είχαμε μπροστά μας ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό καθήκον. Καλές είναι οι γενικεύσεις και θεωρητικές αφαιρέσεις, αλλά ο κόμπος είναι πάντα στο ποια πρέπει να είναι η προσωπική στάση μας απέναντι στο πρόβλημα. Ο Σάκης, με την τόσο κοφτερή Καρτεσιανή σκέψη του έκοβε κι εγώ έραβα. Έτσι, κάθε λεπτό που περνούσε συνειδητοποιούσαμε ολοένα και σαφέστερα τι έπρεπε να κάνουμε στη ζωή μας όταν επιτέλους θα περνούσε ο εφιάλτης και θα βγαίναμε στο ξέφωτο.

Στις ελάχιστες σημειώσεις που κρατούσα την εποχή εκείνη (εκ του φόβου της λογοκρισίας και κατάσχεσης) βρίσκω σήμερα μερικές κρυπτικές φράσεις σχετικές με τους διαλόγους των ημερών μας στον Άγιο Σάββα. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να θυμηθώ όλα τα στοιχεία που θα με βοηθήσουν να αποκρυπτογραφήσω τα κειμενάκια. Συνειρμικά, όμως, αναπαράγω τις εικόνες των ημερών εκείνων και από τις εικόνες φτάνω στις σκέψεις και μερικές φορές από τις σκέψεις προχωρώ και στα πραγματικά λόγια μας. Δεν έχω σκοπό σ’ αυτό το κείμενο να μπω στην ουσία των όσων κουβεντιάσαμε. Ούτε και για όσα αποφασίσαμε, με μια υπερφίαλη αισιοδοξία, είναι αλήθεια, που μας έκανε να θεωρούμε δεδομένο ότι όχι μόνο να επιβιώσουμε, αλλά θα έχουμε και τη δύναμη «μετά» να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας. Ένα μόνο θα πω και θα τελειώσω αυτό το οδυνηρό ψάξιμο στις μνήμες εκείνων των ημερών.

Ο Σάκης ήταν σαφής στην αντίληψη, ότι με τέτοια ποιότητα ιντελλιγκέντσιας η δημοκρατία και ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να πάει πολύ μακριά. Η αφεντιά μου πάλι, συμφωνούσε μεν με τη θέση αυτή, αλλά υπερθεμάτιζε με την πρόγνωση ότι έτσι κι αλλιώς, όταν έλθει η στιγμή της απελευθέρωσης αυτά τα φρόκαλα θα τα έχει πάρει ήδη ο άνεμος της αλλαγής. Γιατί ν’ ασχολούμαστε μαζί τους; Και οι δυο μας, μολαταύτα, συμφωνήσαμε χωρίς πολλές κουβέντες, ότι όταν έλθει η ευλογημένη στιγμή θα πρέπει να αφοσιωθούμε και να δουλέψουμε για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η ζωή μας ευλόγησε, περισσότερο εμένα και λιγότερο τον Σάκη, να δούμε το τάμα μας να παίρνει σάρκα και οστά. Ο Σάκης έφυγε νωρίς. Πρόλαβε, όμως, με την δουλειά του στην Ομάδα Εργασίας για τις Κοινωνικές Επιστήμης και ύστερα στο Πάντειο να κάνει την ουσιαστική συμβολή του. Η τύχη δεν του επιφύλαξε την ευτυχία να χαρεί τους κόπους του. Εγώ πάλι, ξενιτεύτηκα για ένα διάστημα στη Σουηδία για να μελετήσω τις μεθόδους διδασκαλίας των οικονομικών, αλλά λίγα χρόνια αργότερα είχα την μεγάλη ευτυχία να μου εμπιστευτούν την ίδρυση και οργάνωση του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ο Σάκης, τότε δεν ζούσε πια. Όμως οι κουβέντες μας των ημερών του Αγίου Σάββα άφησαν βαθειά χαραγμένες στο μυαλό και την ψυχή μου, σκέψεις και συναισθήματα που κυριάρχησαν στη προσπάθειά μου να οργανώσω ένα πρότυπο πανεπιστήμιο.

Μακάρι η μόνιμη θλίψη για το πρόωρο χαμό ενός αδελφού να δίνει και σε άλλους, όπως σ’ εμένα, την χαρά της δημιουργίας πάνω στα λόγια που αντάλλαξαν μαζί τους και γονιμοποίησαν για πάντα την σκέψη και φαντασία τους. Από αυτή την άποψη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Γιατί θυμάμαι.

Σάμος, Νοέμβριος 2008

Παράκαμψη: Θλιβεροί στοχασμοί της στιγμής


Η διαπαιδαγώγηση στην κατεδάφιση
Του Κράτους Δικαίου


Τελευταία μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι το χειρότερο που συμβαίνει στα πανεπιστήμιά μας δεν είναι οι καταστροφές και η ολοκληρωτική βία, μήτε ακόμη και η τραγική υποβάθμιση των σπουδών. Το χειρότερο είναι η συστηματική καθημερινή διαπαιδαγώγηση της μελλοντικής ελίτ της πατρίδας μας στην κατεδάφιση του Κράτους Δικαίου. Αν συμβαίνει αυτό τότε γιατί να εκπλησσόμαστε που υποχωρεί συστηματικά η δημόσια εκτίμηση της ποιότητας της δημοκρατίας μας, όπως αποκαλύπτουν και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις;

Για να βάλω τάξη στη σκέψη μου περισσότερο παρά για να καταλήξω σε τελικά συμπεράσματα, αναπαράγω εδώ το τι σκεφτόμουν επί του προκειμένου σε στιγμές ανοιξιάτικης ρωμάντσας και πως αυτές οι σκέψεις μου χάλασαν εντελώς την διάθεση.

Σκεφτόμουν το τι συνέβη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την καλοπροαίρετη πρωτοβουλία του Πρύτανη Μάνθου να οργανώσει … ανοιχτή συνεδρίαση της Συγκλήτου για να πείσει τους καταληψίες να παραδώσουν το κτήριο της Διοίκησης. Συνέβησαν όλα εκείνα τα γνωστά ευτράπελα που στο τέλος γελοιοποίησαν τον ανώτατο θεσμό του Πανεπιστημίου, τον Πρύτανη και την Σύγκλητο. Τους γελοιοποίησαν – παρά τις όποιες καλές προθέσεις τους- όχι μόνο με τις ασεβείς κραυγές και τα αυγά που εκτόξευαν οι ‘επαναστατημένοι’ φοιτητές, αλλά και κυρίως επειδή τους έθεσαν στην κατάσταση να διαπραγματεύονται υπό απειλή και υπό συνθήκες βίας. Με την αποδοχή αυτής της κατάστασης εξευτέλισαν το κύρος του αξιώματός τους αφενός και παρέδωσαν με απόλυτη συναίνεση τα μέσα που το Κράτος Δικαίου τους έχει εμπιστευθεί για να εκτελούν το καθήκον τους. Δίδαξαν, δηλαδή, οπορτουνισμό και ραγιαδισμό – παρά τις όποιες, επαναλαμβάνω, καλές προθέσεις τους!

Διερωτώμαι, λοιπόν πάνω στις εξής απορίες:
1. Ως ανώτατο διοικητικό όργανο, έχει δικαίωμα ο Πρύτανης και τα μέλη της Συγκλήτου να παρακάμπτουν το καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος, έναντι οιασδήποτε σκοπιμότητας; Ποιος του δίνει το δικαίωμα σε θέματα δημοσίας τάξεως (κατά νόμο) να ερμηνεύουν οι ίδιοι τον νόμο με την κατά την άποψή του επιβαλλόμενη επιείκεια. Ο νόμος ερμηνεύεται μόνο από την αρμόδια δικαστική αρχή, και η επιείκεια απονέμεται ως στοιχείο απονομής δικαίου και όχι ως σκοπιμότητα της στιγμής (μιλάμε πάντα για περιπτώσεις παραβίασης του νόμου και όχι προφανώς για παιδαγωγικούς χειρισμούς).
2. Με την συμπεριφορά τους αυτή, τι θα μπορούσαν να απαντήσουν στην ευρέως δεδομένη θέση των φοιτητοπατέρων ότι «αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων είναι ανώτερες από τις διατάξεις του Συντάγματος». Αφού ο ίδιος ο Πρύτανης θέτει τις νομικές υποχρεώσεις του υπό την κρίση ad hoc γενικών συνελεύσεων, δεν διδάσκει με την συμπεριφορά του την καταρράκωση κάθε έννοιας συνταγματικής νομιμότητας με την παραδοχή τοι οι κανόνες λειτουργίας του Κράτους Δικαίου κάμπτονται μπροστά στις φωνές και στα … αυγά των λαϊκών συνελεύσεων των καταληψιών;
3. Αλλά το θέμα δεν σταματά εδώ. Αναρωτιέμαι τι κάνει η Πολιτεία διά των εντεταλμένων εκπροσώπων της για να προασπίσει την έννομη τάξη ότι παραβιάζονται κανόνες αναγκαστικού δικαίου; Ή μήπως δεν είναι παραβίαση δικαίου ή συνέργεια στην διακοπή δημοσίων λειτουργιών, την καταστροφή δημόσιας περιουσίας ιδιαίτερα μεγάλης αξία κ.ο.κ. Δεν είναι αυτά αδικήματα που κανονικά διώκονται αυτεπάγγελτα; Επομένως, δεν συνεργεί εν προκειμένω η Εισαγγελική Αρχή με τη σειρά της στην κατάλυση του Κράτους Δικαίου;
4. Τέλος, βάζω μόνος μου στον εαυτό μου, το ερώτημα: Δηλαδή θα έπρεπε να … ποινικοποιήσουμε το ζήτημα; Κα απαντώ prima faciae: Τι έννοια έχει η σκέψη ότι «ποινικοποιούμε τις ποινικές παραβάσεις»; Δεν είναι μόνο ο ποινικός νόμος που ορίζει το τι συγκεντρώνει το ποινικό ενδιαφέρον; Χρειάζεται κάποια συντεχνιακή ερμηνεία για τα ζητήματα αυτά; Τι περίεργες αποκλίσεις από την συνταγματική νομιμότητα εισάγονται και μάλιστα εμπράκτως στον χώρο από όπου θα αποφοιτήσουν εκείνοι που θα στελεχώσουν αύριο τα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ζωής μας;

Ομολογώ ότι στα ερωτήματά μου αυτά θα ήθελα τη γνώμη εγκρίτων συναδέλφων μου, συνταγματολόγων, πολιτικών επιστημόνων κλπ. αλλά δεν την βρίσκω πουθενά. Δεν τους απασχολεί το θέμα; Έχει γίνει λοιπόν ολόκληρος ο πολιτικός πολιτισμός μας ένα απέραντο πεδίο πολιτικού οπορτουνισμού; Και έχει καταντήσει το δημόσιο πανεπιστήμιό μας πυρήνας αναπαραγωγής αυτού του πολιτικού οπορτουνισμού;
Τότε, με τις υγείας μας!!

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Οι οπτικές του Πανεπιστημιακού Ζητήματος (συνέχεια)


Η οπτική των εμπλεκομένων συμφερόντων: Το πανεπιστήμιο ως σύστημα συμφερόντων

Στο πανεπιστημιακό ζήτημα δεν εμπλέκονται μόνο ιδέες, μεγάλες ή μικρές. Εμπλέκονται και συμφέροντα. Το πανεπιστημιακό σύστημα λειτουργεί κυρίως μέσα από την αλληλλεπενέργεια αυτών των συμφερόντων. Άλλοτε με την μορφή συγκρούσεων και άλλοτε με πιο ήπιες μορφές σύνθεσης και συναίνεσης. Ποια είναι, λοιπόν, αυτά τα συμφέροντα, πως ορίζονται και πως εκφράζονται; Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα δίνεται αποτελεσματικά από αντίστοιχες εμπεριστατωμένες έρευνες. Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει τέτοιων ερευνών που αφορούν κυρίως χώρες του Δυτικού κόσμου. Η Ελληνική βιβλιογραφία σιωπά αιδημόνως! Η διαφορά αυτή ενδέχεται να κρύβει κάποια πολύ σημαντική ιδιομορφία του Ελληνικού πανεπιστημίου. Δεν θα ασχοληθούμε, παρά ταύτα με την ερμηνεία αυτής της διαφορετικότητας. Μας μένει, μάλλον, να ιχνηλατήσουμε επί της ουσίας το θέμα των συμφερόντων εξ όνυχας, όπως και τον λέοντα. Να δούμε, εν τέλει, πώς τα κυριότερα συμφέροντα εκφράζουν την οπτική τους για το πανεπιστημιακό ζήτημα. Στην πραγματικότητα, αυτή την εξ όνυχος ιχνηλάτιση μου την επέβαλε η αντιφατικότητα των δεδηλωμένων θέσεων που εκφράζουν τα μονοπρόσωπα ή συλλογικά όργανα διάφορων βαρύγδουπων συλλογικοτήτων του ακαδημαϊκού και του δημόσιου χώρου. Κάτι σημαντικό φαίνεται ότι κρύβεται πίσω από ορισμένες κραυγαλέες αντιφάσεις τόσο μεταξύ διαφόρων ‘αποφάνσεων’, όσο και μεταξύ αποφάνσεων και πράξεων.

Θα σχηματοποιήσουμε, πρώτα, τη δομή των διαπλεκομένων συμφερόντων που απαρτίζουν το πεδίο του πανεπιστημιακού ζητήματος. Ύστερα θα αναπτύ­ξουμε κάποιες στοιχειώδεις σκέψεις που μπορεί να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε την δυναμική του πεδίου. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενδεχομένως εμφανίζεται ως ενιαίο πεδίο, το όλο σύστημα, απαρτίζεται από δύο επάλληλα υπο-πεδία: Στο ένα τοποθετούνται όλα τα συμφέροντα που πηγάζουν και εκφράζονται μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Το πεδίο αυτό, εν τούτοις, λειτουργεί σε άμεση συνάφεια προς ένα υποκείμενο σε αυτό υπο-πεδίο, όπου συγκεντρώνονται όλα τα ‘εξωγενή’ συμφέροντα, δηλαδή συμφέροντα που εξυπηρετούνται ή εξαρτώνται από την λειτουργία του πανεπιστημίου, αλλά διαμορφώνονται και εκπληρούνται έξω από το πανεπιστήμιο. Η σχέση ανάμεσα στα δύο πεδία είναι δυναμική και γιαυτό δεν είναι τόσο εύκολο να ξεκαθαρίσει κανείς την γνησιότητα των ενδογενών συμφερόντων και να τα ξεχωρίσει από τα εξωγενή. Παρά τις αναλυτικές ατέλειες, εν τούτοις, μια τέτοια διάκριση είναι πρακτικά χρήσιμη.

Μέσα στο πανεπιστήμια δραστηριοποιούνται οι εξής ομάδες που προφανώς ελαύνονται από διαφορετικές προσδοκίες και ως εκ τούτου διαμορφώνουν και εκφράζουν διαφορετικά συμφέροντα.

· Τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού
· Τα μέλη του βοηθητικού ακαδημαϊκού προσωπικού (ιδιομορφία του ελληνικού συστήματος)
· Τα μέλη του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού
· Οι προπτυχιακοί φοιτητές
· Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές
· Οι εκπρόσωποι εξωγενών δομών (κομμάτων, παρατάξεων κλπ.)

Γύρω και σε συνάφεια με το πανεπιστήμιο δραστηριοποιούνται οι εξής δομές:

-Η κυβέρνηση
-Η δημόσια διοίκηση
-Τα πολιτικά κόμματα
-Οι επαγγελματικές ενώσεις
-Οι αγορές

Σε επόμενη εγγραφή θα προσπαθήσω να προσδιορίσω τα ουσιαστικά ειδοποιά χαρακτηριστικά των ομάδων και δομών και στη συνέχεια θα πρέπει να δούμε την δικτύωση των αλληλεπενεργειών τους. Τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι αρχίζουμε να κατανοούμε την δυναμική της λειτουργίας του πανεπιστημιακού συστήματος.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Για να κατανοήσουμε τη κρίση...



Η δημόσια οπτική του πανεπιστημιακού ζητήματος

Θα ήταν απλοϊκό και αφελές να δεχτούμε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απλώς και ουδέτερα καθρεφτίζουν την δημόσια αντίληψη για το πανεπιστημιακό ζήτημα. Πιο εύκολο είναι να δεχτούμε ότι έχουν μια δική τους στρατηγική «κατασκευής» του ζητήματος και ότι με δεδομένη την επηροή τους, γίνονται έτσι ενεργός παράγοντας του ζητήματος. Προφανώς με τον ισχυρισμό μου αυτό δεν προσχωρώ στην απλοϊκή θεωρία της συνομωσίας που προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα πάνω στη βάση κάποιων επιμελώς κρυμμένων στο παρασκήνιο «δακτύλων». Αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι τα σημερινά ΜΜΕ, υπακούοντας στη νομοτέλεια που τους επιβάλλει η επιχειρηματική (αλλά όχι μόνο) ιδιότητά τους, διαμορφώνουν την πληροφορία ως εμπόρευμα κατάλληλο για να πουληθεί, περισσότερο, παρά ως αντικειμενική μεταφορά δεδομένων. Η τακτική αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στην τηλεόραση, αλλά πλησίστια μεταφέρεται και στον έντυπο καθώς και στον ηλεκτρονικό Τύπο, στο μέτρο που και αυτός δομείται πάνω στη βάση επιχειρηματικών σκοπών. Η επιχειρηματική λειτουργία του εκδηλώνεται με την πρόταξη της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας ως κρίσιμων παραγόντων της πολιτικής του. Έτσι υποχωρούν οι άλλες μορφές σκοπιμότητας (π.χ. ιδεολογικοί) που παλιότερα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη στρατηγική των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

‘Ό,τι αφορά το πανεπιστημιακό ζήτημα γίνεται αντικείμενο σχετικής σκόπιμης διαμόρφωσης όταν πρόκειται να παρουσιαστεί στους ακροατές ή τους αναγνώστες. Γνώμονας, η εξασφάλιση μεγαλύτερης ακροαματικότητας. Η αντικειμενικότητα και η αντιπροσωπευτικότατα υποχωρεί μπροστά σε αυτό το υπερκριτήριο. Γνωρίζουμε, δε, όλοι ότι ο μετασχηματισμός της πληροφορίας σε στοιχείο διασκέδασης υπερτερεί της προβολής τους μέσα από αυστηρές ορθολογικές δομήσεις του λόγους και της εικόνας. Έτσι, λ.χ. ο καυγάς προτιμάται από τον νηφάλιο διάλογο, ο ‘τηλεοπτικός αστέρας’ προτιμάται (και κατασκευάζεται) από τον βαρετό ειδικό ερευνητή κ.ο.κ. Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η άποψη του Neil Postman επί του προκειμένου, όταν σημειώνει ότι « … ο πολιτισμός μας ανακάλυψε έναν καινούργιο τρόπο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, ειδικά τα σοβαρά θέματα. Η φύση του λόγου αλλάζει, καθώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι είναι θέαμα και τι όχι γίνεται ολοένα πιο δυσδιάκριτο»
[1].

Βασικό εργαλείο για αυτού του είδους τις διαμορφώσεις της εικόνας του ζητήματος είναι η συστηματική παραβίαση της επιστημονικής αρχής ότι αντικειμενικότητα της πραγμάτευσης ενός θέματος επιβάλλει την συστηματική αποφυγή της τακτικής των ad hominem επιχειρημάτων. Αντίθετα, τα σύγχρονα ΜΜΕ κάνουν κατάχρηση της τακτικής αυτής με μια επιπρόσθετη νόθευση της επιστημονικής μεθοδολογίας: Κατασκευάζουν τα ίδια τους «έγκυρους» συνομιλητές τους – τους κατασκευάζουν στα μέτρα των αναγκών τους – και στη συνέχεια τους χρησιμοποιούν ως αξιόπιστους εφαρμοστές της κρυφής τακτικής τους. Πάλι ο Postman διεισδυτικά παρατηρεί: «… η τηλεόραση
[2] προσφέρει ένα νέο ορισμό της αλήθειας: Η αξιοπιστία εκείνου που μιλάει είναι η ύψιστη απόδειξη της αλήθειας μίας πρότασης. Η ‘αξιοπιστία’ εδώ δεν έχει σχέση με το ιστορικό του εκφωνητή ως ‘μεταφορέα’ ανακοινώσεων που αφορούν όσα γεγονότα πέρασαν το αυστηρό τεστ της αλήθειας. Αναφέρεται μόνο στην εντύπωση της ειλικρίνειας, της αυθεντικότητας, της φερεγγυότητας ή της γοητείας [..] που αποπνέει ο ίδιος ο ηθοποιός/δημοσιογράφος[3]»[4]. Το εξαιρετικά σημαντικό στην θέση αυτή είναι ότι ένα είδος «αξιόπιστου αχυράνθρωπου» κατασκευάζεται από τα ίδια τα μέσα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ακροαματικότητας/ αναγνωσιμότητάς τους. Η κατασκευή του χρηστικού αυτού πρότυπου γίνεται σε πρώτο επίπεδο με την προεπιλογή των ιδιοτήτων που πρέπει να φέρουν οι φορείς της εγκυρότητας. Σε μια τυπική παρουσίαση του μηνύματος, ιδίως όταν πρόκειται για αμφιλεγόμενο αντικείμενο, η πρώτη ιδιότητα που χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής του ποιος θα μιλήσει είναι η «αντιπροσωπευτικότητα» του ομιλητή. Η αντιπροσωπευτικότητα συνήθως κρίνεται από την ιδιότητα του αιρετού. Έτσι σε μια αντιπαράθεση για θέματα εκπαίδευσης ο δημόσιος διάλογος σκηνοθετείται κατά κανόνα μεταξύ κάποιου ή κάποιων συνδικαλιστών και κάποιων πολιτικών. Με τον τρόπο αυτό φωτίζονται μεν οι γνώμες, αλλά ελάχιστα τα δεδομένα του ζητήματος. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις τα δεδομένα στρεβλώνονται για να ταιριάξουν στις προκατασκευασμένες γνώμες. Ο νηφάλιος λόγος του ειδικού επιστήμονα είτε απουσιάζει είτε στριμώχνεται σε μια σκηνοθεσία αντιπαράθεσης συνθημάτων και συμβολισμών. Ο συνδικαλιστής φορτώνεται τεχνητά με κύρος για να εκφέρει γνώμη επί της υποτιθέμενες αντικειμενικής αλήθειας και όχι για να εκφράσει απλώς την άποψη της ομάδας συμφερόντων που εκπροσωπεί. Και ο πολιτικός είτε επιτίθεται είτε αμύνεται για τις κομματικές θέσεις του, εξοπλισμένος και αυτός τεχνητά με κύρος ως εκφραστής της αλήθειας και όχι των πολιτικών ή ιδεολογικών θέσεων που στην ουσία προβάλλει. Μέσα από αυτή την σκηνοθεσία εν τέλει ο ακροατής/αναγνώστης μένει με την εντύπωση του κύρους των αληθειών που υποτίθεται ότι ακούει «επειδή το είπε η τηλεόραση ή το έγραψε η εφημερίδα». Εδώ, δηλαδή, έχομε μια ιδιότυπη χρήση του ad hominem επιχειρήματος, όπου το υποκείμενο κύρους έχει συλλογικό χαρακτήρα και το κύρος του έχει καλλιεργηθεί από τον ίδιο με την κατάλληλη σκηνοθεσία. Δεν έχει προκύψει μέσα από την κάμινο της θετικής γωσεολογικής διαδικασίας. Το κοινό, έτσι, μάλλον στραβώνεται παρά διαφωτίζεται και η κοινή γνώμη διαμορφώνεται κατά τις σκοπιμότητες αντί να δημιουργείται με τη γνώση και την έλλογη κρίση. Με αυτό τον μηχανισμό, τα θέματα εκπαίδευσης, ανάμεσα στα οποία και το πανεπιστημιακό ζήτημα έχουν γίνει προεχόντως έρμαια εκπομπών και συνοπτικών δημοσιευμάτων αμφίβολης τεκμηρίωσης. Το δράμα είναι ότι στη χώρα μας το πανεπιστημιακό ζήτημα διαμορφώνεται προεχόντως σε αυτό το πεδίο ενώ σε άλλες χώρες της Δύσης η ανάλογη ενδεχομένως παθογένεια εξισοροποπείται από μία παράλληλη πλούσια επιστημονική και φιλοσοφική βιβλιογραφία. Εκεί, τουλάχιστο, η ακαδημαϊκή κοινότητα αναστοχάζεται εναγώνια και δημιουργικά στο ίδιο το γήπεδό της. Δεν συμβαίνει, δυστυχώς, το ίδιο και σε εμάς.

Το αποτέλεσμα αυτού του είδους του δημόσιου διαλόγου δεν είναι κάτι που πρέπει να το αγνοήσουμε συγκαταβατικά. Είναι εξαιρετικά αρνητικό για την προοπτική λύσης του πανεπιστημιακού ζητήματος. Η κυριότερη συνέπεια είναι ότι διαμορφώνεται κοινή γνώμη που είναι εχθρική σε κάθε ορθολογική συστημική παρέμβαση. Κοινή γνώμη που μετατρέπεται σε πολιτική έκφραση με πρώτη ευκαιρία (π.χ. εκλογικά αποτελέσματα), και αναπαράγει απλώς την εικόνα που τα Μέσα σκηνοθετούν. Η σκηνοθεσία έχει συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά:

Εκφράζει τα τυπικά λαϊκίστικα στερεότυπα
Προβάλλει περισσότερο την «σύγκρουση» (καυγά μεταξύ προσώπων) παρά την νηφάλια πραγμάτευση
Καλύπτει το ζήτημα με τις προκατειλημμένες (biased) συντεχνιακές οπτικές
Αποκρύπτει ότι θα μπορούσε να φανεί «βαρετό» και πολύπλοκο στο ευρύ κοινό (κατά την εκτίμηση των σκηνοθετών, πάντα).

Μια καταγραφή των κύριων θεμάτων που προβάλλονται απεικονίζει εύκολα την προκατειλημμένη διερεύνιση του ζητήματος:

· Εισαγωγικές εξετάσεις ως μαζική τραγωδία των 18άρηδων και των γονέων τους.
· Η βία
· Η σύγκρουση πολιτικών παρατάξεων
· Τα οικονομικά των πανεπιστημίων (χωρίς αναφορά σε δείκτες εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου)
· Η πανεπιστημιακή διαφθορά (νεποτισμός, αδιαφάνεια οικονομικής διαχείρησης κλπ.)
· Νομοθετικές δραστηριότητες (με διάθεση νομολαγνίας)

Από την σκηνοθετημένη επικαιρότητα λείπουν αντίθετα σχεδόν παντελώς αναφορές σε ουσιαστικές ποιοτικές διαστάσεις του ζητήματος, όπως
-Η παιδαγωγική των μαθημάτων
-Η αξιολόγηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων (πλην περιπτώσεων που εντυπωσιάζουν ή προβάλλουν προνομιακούς για τα Μέσα χώρους)
-Ποιότητα κι αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών
-Λειτουργίες και συνέπειες του «κρυφού curriculum”
-Λειτουργία του ανθρώπινου δυναμικού.

Τα Μέσα δημιουργούν έτσι μια κατασκευασμένη ιδεατή πραγματικότητα που απέχει παρασάγγες από την ουσία του ζητήματος όπως θα την όριζε μια νηφάλια ακαδημαϊκή αποτύπωση. Εκείνο, όμως, που έχει ύψιστη σημασία είναι ότι και το ίδιο το ακαδημαϊκό προσωπικό, για λόγους που ίσως διερευνηθούν σε άλλη αφορμή, δεν τολμά να αντιπαρατάξει την δική του εκδοχή της ακαδημαϊκής πραγματικότητας. Αυτό φαίνεται από την φτώχια της ερευνητικής παραγωγής που αναλογικά προς την σημασία του ζητήματος θα έπρεπε να είναι πληθωρική. Στη συντριπτική πλειονότητά της η ακαδημαϊκή κοινότητα στην αγωνία της, ή για συμφεροντολογικούς συχνά λόγους, προσχωρεί και συντονίζεται με την εικονική πραγματικότητα των Μέσων. Εντάσσεται στο σύστημα δημοσιότητας προδίδοντας έτσι το ακαδημαϊκό σύστημα της καταγωγής της. Αλλά, όπως λέει εύστοχα ο Castells, “το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την ένταξη στο σύστημα είναι η προσαρμογή στη λογική του, στη γλώσσα και στα σημεία εισόδου του, στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση [των μηνυμάτων του]»
[5]. Έτσι, ο ακαδημαϊκός κόσμος της Ελλάδας αλλοτριώνεται από ένα εξωγενές σύστημα που έχει διαφορετικούς σκοπούς και προσανατολισμούς και προδίδει το βασικό καθήκον του αναστοχασμού πάνω στην κατάστασή του, που είναι θεμελιώδες για την ομοιοστασία της κοινότητάς του. Ελάχιστα τονίζεται, αλλά αυτή είναι μια πλευρά του πανεπιστημιακού ζητήματος που έχει κεφαλαιώδη σημασία, τόσο ως ερμηνευτικός παράγοντας των παθογενειών του, όσο και ως ελλείπων συντελεστής της όποιας προσπάθειας για ανάταξη.

[1] Νίλ Πόστμαν, Διασκέδαση μέχρι Θανάτου: Ο Δημόσιος Λόγος στην εποχή του Θεάματος», Εκδόσεις Δρομέας, Αθκήνα 1998, σελ. 108.
[2] Και ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος που λειτουργεί πλέον σε μεγάλο κατ΄ απομίμηση της τηλεοπτικής «παραγωγής», προσθέτω εγώ.
[3] Ή πανελίστας, προσθέτω εγώ.
[4] Op.cit. σελ. 111-12
[5] M.Castells, The Rise of the Network Society, 2η έκδοση, Blackwell, Oxford 2000, σελ.405.

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Για να κατανοήσουμε τη κρίση ...



Το «πανεπιστημιακό ζήτημα»:
Φαινόμενο με πολλαπλές οπτικές


Αν η πυκνότητα αναφοράς στον ημερήσιο τύπου αποτελεί τεκμήριο για την σημασία που η κοινωνία δίνει σε ένα θέμα, τότε ασφαλώς το «ζήτημα» των πανεπιστημίων μας στέκει εξαιρετικά υψηλά στην δημόσια ατζέντα. Το τεκμήριο αυτό, εν τούτοις, φοβούμαι ότι είναι μαχητό. Σε πολλές περιπτώσεις η δημοσιότητα επικεντρώνεται σε εντυπωσιακές μεν αλλά δευτερογενείς εκφάνσεις του «ζητήματος» και πολύ σπάνια ή ίδια έμφαση δίνεται στις ουσιαστικές διαστάσεις. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα πόσο χαρτί ανάλωσαν τα «γεγονότα του Δεκέμβρη», πόσο πεντάστηλα αφιερώνονται κάθε φορά στις εισαγωγικές εξετάσεις, πόση αδρεναλίνη σπαταλάται για τη λειτουργία του «ασύλου» και πόση δημοσιογραφική δυναμική αφιερώνεται στην αναζήτηση ερωτημάτων γύρω από τον Νόμο –Πλαίσιο. Συνιστούν άραγε όλ’ αυτά την ουσία του πανεπιστημιακού ζητήματος. Αμφιβάλλω έντονα, για να μην πω ότι διαφωνώ πλήρως.
Όλος αυτός ο ορυμαγδός δημοσιότητα και πολιτικής σύγκρουσης συμβαίνει πάνω σε ένα έντονα ασαφές πεδίο συμφραζομένων. Λείπει μια εκτετατμενη συμφωνία για το τι θεωρούμε, επιτέλους, ότι είναι ή πρέπει να είναι το «πανεπιστήμιο». Σε όλη αυτή τη φασαρία ο καθένας μοιάζει να έχει διαφορετικό πράγμα στο μυαλό του όταν αναφέρεται σε τελευταία ανάλυση στο Πανεπιστήμιο. Κανένας δεν τολμάει να θέση ερώτημα ορισμού στη δοκιμασία ενός «γκάλοπ» και όλα δείχνουν ότι οι πρωταγωνιστές των διαπληκτισμών θέλουν διακαώς να κρατήσουν σκοτεινό και απροσδιόριστο το αντικείμενο του πόθου τους. Στη πραγματικότητα ό καθένας χρησιμοποιεί προσχηματικά τον υποτιθέμενο αυτονόητο όρο για να κρύψει στην πραγματικότητα εξωπανεπιστημιακές επιδιώξεις τις οποίες δεν τολμά να ονοματίσει στην κυριολεξία τους. Έχουν πλήρη συνείδηση ότι τα κρυφά τους κίνητρα και οι κρύφιοι στόχοι τους θα αποκαλυφθούν αμέσως ως κυνισμοί και γιαυτό χρησιμοποιούν την Ιδέα του Πανεπιστημίου ως ψευδώνυμο των ανομολόγητων Ιδεών και προθέσεών τους.

Ποια είναι, λοιπόν, η Ιδέα του Πανεπιστημίου; Γιατί, αν δεν ορίσουμε εντίμως και σαφώς αυτή την κεντρική Ιδέα, τότε πώς μπορούμε εξ ίσου εντίμως και σαφώς να μιλήσουμε για το «ζήτημά» της; Προτείνω, λοιπόν, να βάλουμε το μάτι στην κλειδαρότρυπα και να αποκαλύψουμε το μυστικό.

Ορίζεται, όμως, σαφώς αυτό το «ζήτημα» ώστε όλοι να αντιλαμβανόμαστε το ίδιο νόημα στην αναφορά του; Αυτό είναι ένα πρωταρχικό ερώτημα που αναδύεται ευθύς ως κάποιος θελήσει με συστηματικότητα να καταγράψει και να τακτοποιήσει την σχετική πληθωρική πληροφορία. Σε απάντηση του ερωτήματος αυτού είναι εύκολο να διακρίνουμε κατ’ αρχή τρεις βασικές οπτικές, η ορισμούς του «ζητήματος».
-Την δημόσια,
-την οπτική των εμπλεκομένων συμφερόντων,
-την πολιτική, και
-μια τέταρτη, για την οποία θα μου επιτρέψει ο αναγνώστης να διορίσω αυθαίρετα τον εαυτό μου ως φερέφωνό της, για να θεμελιώσω το δικαίωμα μιας λεπτομερέστερης αναφοράς σε αυτή: Η τέταρτη οπτική είναι εκείνη που προκύπτει απόν την σκοπιά του ιδεατού τύπου του Πανεπιστημίου, εκείνη δηλαδή που όρισε με το κλασσικό κείμενό του ο καρδινάλιος John Henry Newman, πρώτος Πρύτανης του νεοσύστατου τότε Καθολικού Πανεπιστημίου της Ιρλανδίας, ως την Ιδέα του Πανεπιστη­μίου. Η θέση που διατύπωσε ο Newman παραμένει μέχρι τις μέρες ως βασική αναφορά σε κάθε κριτική τοποθέτηση απέναντι στον ρόλο και τις στοχεύσεις του πανεπιστημίου, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με αυτή. Παρ΄όλο που η ουσία των θέσεων του Newman μπορεί να μοιάζει και ίσως πράγματι είναι παρωχημένη, η αρχιτεκτονική της προσέγγισής του προς το ζήτημα αποτελεί ακόμη ένα πολύ καλό οδηγό για την οργάνωση των προβληματισμών μας.

Η καθεμιά από τις τέσσερις οπτικές προφανώς διακλαδίζεται σε ευρέα φάσματα θέσεων και αντιλήψεων, που θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε ως παραμέτρους ανάλυσης του πανεπιστημιακού ζητήματος. Μια τέτοια παραμετρική ή παραγοντική ανάλυση θα όφειλαν να κάνουν όσοι θέλουν να ασχοληθούν συστηματικά με το ζήτημα. Είναι αυτό που όφειλε να γίνεται, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται.

Από τις τρεις πρωταρχικές οπτικές η πρώτη προκύπτει από την εικόνα που αναδεικνύεται μέσα από τον καθρέφτη της δημοσιότητας. Μπορούμε να τυποποιήσουμε την εικόνα αυτή και στη συνέχεια να την αναλύσουμε. Η δεύτερη είναι εκείνη που εκφράζεται άμεσα ή έμμεσα με ποικίλους τρόπους από τους «εμπλεκόμενους» στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού συστήματος. Και για την οπτική αυτή υπάρχει αύθονο εμπειρικό υλικό που δεν έχουμε παρά να το αναλύσουμε με τις υφιστάμενες τεχνικές ανάλυσης κειμένων και λόγων, αλλά και δραστηριοτήτων. Στο πεδίο της δεύτερης αυτής οπτική υπάρχει άφθονη δραστηριότητα που περιμένει να την αναλύσουμε. Η τρίτη είναι εκείνη που αντικατοπτρίζει την εικόνα που αναδύεται από την ατζέντα των πολιτικών φορέων – κυβέρνησης και κομμάτων. Και εδώ, το εμπειρικό υλικό είναι άφθνο και έτοιμο να «μιλήσει» όταν τεθεί κάτω από το φώς των σωστών πρισμάτων. Η τέταρτη, τέλος, αντικατοπτρίζει μια καθαρή και εκούσια διατυπωμένη ιδεολογική τοποθέτηση.
Για να καταλάβουμε επαρκώς το «ζήτημα» είναι ανάγκη να κάνουμε συνοπτική αναφορά και στις τέσσερις οπτικές. Η πρόθεσή μου, όμως, είναι να επικεντρώσω τον λόγο μου στην τέταρτη που συνήθως υποεκπροσωπείται στον δημόσιο διάλογο σε σχέση με την σημασία της. Είναι συγκυριακά χρήσιμη η επικέντρωση στην τέταρτη οπτική, επειδή ελπίζω ότι μπορεί να μας δώσει την μεθοδολογική συνταγή που θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε εν τέλει την ολοκληρωμένη εικόνα του ζητήματος. Η ιδεολογική οπτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ολοκλήρωσης. Ελπίζω να πείσω περί αυτού στη συνέχεια.