Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Απαντήσεις σε σχόλια που έγιναν και σε σχόλια που μπορούσε να γίνουν ....

Ανατομία δύο χαρακτηριστικών σχολίων


και συνοπτική απάντηση





Περίμενα περισσότερα σχόλια. Εννοώ στο κείμενο της … ερωτικής μου απογοήτευσης. Γιατί το κείμενο ήταν ηθελημένα προκλητικό. Η απουσία εκτεταμένου αντίλογου, δυστυχώς, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ακαδημαϊκής αφασίας, δηλαδή του κεντρικού πολιτισμικού προβλήματος της ανώτατης εκπαίδευσής μας. Μολαταύτα, τα δύο σχόλια που έφτασαν στον ιστότοπό μου από ισαρίθμους «ανώνυμους» φοιτητές καλύπτουν τις μισές από τις τοποθετήσεις που περίμενα σε ανταπόκριση των δικών μου περιγραφών και θέσεων. Τώρα η σειρά μου να αποκριθώ στα τρία κύρια σημεία των δύο τυπικών σχολίων και να αναφερθώ σε ένα τέταρτο σχόλιο που περίμενα και δεν έφτασε.






(αντι) -Σχόλιο πρώτο (και θλιβερό)


Και τα δύο σχόλια περιορίζονται στο βαθμολογικό ζήτημα. Γιαυτό άλλωστε και είναι ανώνυμα, υποπτεύομαι. Σάμπως το μάθημα να γίνεται αποκλειστικά για τον βαθμό. Το αν είναι χρήσιμο, ενδιαφέρον ή αν προάγει τη σκέψη και τη γνώση για παραπέρα, ούτε κουβέντα. Αυτή η αντίληψη ακριβώς είναι εκείνη που γέννησε την αγελαία και οχλοκρατική υπερβασία, για την οποία ο πρώτος ανώνυμος σχολιαστής φαίνεται να βρίσκει δικαιολογίες. Κρίμα.






(αντι) –Σχόλιο δεύτερο


Ενόχλησε η αναφορά μου στον πειραματικό χαρακτήρα του μαθήματος. Τέτοιο ακραίο συντηρητισμό δεν θα φανταζόμουν πριν δέκα χρόνια. Τώρα, τέτοια ακραία αντίθεση προς τον πειραματισμό που είναι ο γεννήτορας κάθε προόδου, μάλλον θεωρείται και στοιχεία της … αριστερής κουλτούρας. Τόσο εύκολα οι αυτοαποκαλούμενοι ‘αριστεροί’ μετατοπίζουν την αριστερή ιδεολογία από την πρωτοπορία στην ουρά του συντηρητισμού. Να ένα τρομακτικό παράδοξο που έφερε το νεολαιϊστικο κίνημα από τη στιγμή που τέθηκε υπό την καθοδήγηση των συντεχνιαστών και των κομμάτων ως εργαλείο ακτιβισμού και όχι ιδεολογικής ζύμωσης.






(αντι) –Σχόλιο τρίτο


Ο δεύτερος ανώνυμος φοιτητής σχολιογράφος ελεεινολογεί τον εαυτό του που «πιάστηκε κοροΐδο». Κατά την άποψή του κοροΐδο πιάστηκε επειδή στην προσπάθειά του να διατηρήσει μια στοιχειώδη εντιμότητα απέναντί μου, υπερκεράστηκε από τους συναδέλφους του, οι οποίοι με την ανέντιμη συμπεριφορά τους με «ξεγέλασαν» και εξασφάλισαν την πολυπόθητη παρουσία. Ενώ εκείνος έχασε το μάθημα επειδή φέρθηκε έντιμα, κι εγώ έμεινα αμετακίνητος στην εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων του μαθήματος και αρνήθηκα να «κατανοήσω» την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής του. Σύγκρουση δύο εντιμοτήτων ! Αυτό που αξίζει να υπογραμμίσουμε, ότι αισθάνθηκε κορόϊδο επειδή …. υπήρξε έντιμος. Αν το πανεπιστήμιο καλλιεργεί τέτοια κουλτούρα και ήθος – όπου κορόιδα είναι οι έντιμοι φοιτητές και «μάγκες» είναι αυτοί που παραβιάζουν κάθε κανόνα ήθους και δικαιοσύνης, τότε … τι έρωτα να αναπτύξει κανείς για τα μαθήματά του; Σκέτη θλίψη.






Και τώρα για το τέταρτο (αντι) –Σχόλιο που περίμενα και δεν ήλθε ακόμη.


Είμαι βέβαιος ότι ανάμεσα στο πλήθος που συνωθούνταν στην αίθουσα για τις παρουσίες και έκανε τα όσα κόλπα έφτανε το μυαλό του, υπήρχε ένας μικρός αριθμός φοιτητών και φοιτητριών που πολύ θα ήθελαν να είναι αλλιώς τα πράγματα. Θα ήθελαν να παρακολουθήσουν ένα μάθημα όπως ίσως το ονειρεύονταν όταν έφτασαν στο πανεπιστήμιο. Την ενδόμυχη αυτή επιθυμία την διέκρινα μερικές φορές στα μάτια ορισμένων στη διάρκεια των σεμιναρίων. Την ίδια αίσθηση μου έδωσαν ορισμένοι και ορισμένοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις στο περιθώριο του μαθήματος. Για την προσθήκη σε αυτούς/ές και ελάχιστων άλλων ακόμη που δεν διέκρινα προσωπικά θα έβαζα στοίχημα βάσει στατιστικών προβλέψεων. Αυτούς και αυτές μάλλον τις απογοήτευσα και ειλικρινά λυπάμαι πάρα πολύ γιαυτό. Το λάθος μου ίσως να δικαιολογείται επειδή περίμενα κάποιος από την ομάδα αυτή να θέσει το ζήτημα και να ρωτήσει: Γιατί φίλε μου δεν μας ξεχώρισες;


Αν μου το έβαζαν ένα τέτοιο ερώτημα θα βρισκόμουν – όπως και τώρα βρίσκομαι – σε εξαιρετικά δύσκολη συναισθηματική, ηθική και λογική θέση. Γιαυτό και μόνο γιαυτούς δίνω τις παρακάτω εξηγήσεις με την ελπίδα να με καταλάβουν, να με συγχωρήσουν αλλά και να πάρουν ιδέες για το πώς να ενεργήσουν σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις αν τις αντιμετωπίσουν.




Είναι αλήθεια ότι υπήρχε η εναλλακτική λύση να οργανώσω το μάθημα με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκριθώ μόνο στον μικρό αριθμό εκείνων που αποδεδειγμένα θα έδειχναν ότι ήθελαν και μπορούσαν να τηρήσουν τα ακαδημαϊκά κριτήρια. Το σκέφτηκα αρκετές φορές. Την πρώτη χρονιά το έκανα και πράξη, με την οργάνωση μια οκταμελούς ομάδας με την οποία σκηνοθετήσαμε εκπαιδευτική έρευνα πεδίου. Αντικείμενο της έρευνας ήταν να καταγράψουμε τις απόψεις για την τρέχουσα ζωή που εκφράζουν νέοι αγρότες και λοιποί εργαζόμενοι σε ένα τυπικό χωριό του νησιού μας. Νοίκιασα μάλιστα και μικρό λεωφορείο και κάναμε τις οργανωμένες επισκέψεις στη διάρκεια των οποίων μαγνητοφωνήσαμε αρκετές ώρες χαλαρού διαλόγου μεταξύ των φοιτητών/τριων της ομάδας και νέων που συναντήσαμε σε χώρους αναψυχής. Η επόμενη φάση προέβλεπε μια στοιχειώδη ανάλυση περιεχομένου των διαλόγων, με πλαίσιο αναφοράς της βασικές κατηγορίες στις οποίες αναφερόταν το αντικείμενο του μαθήματος. Εκεί κόλλησε το πείραμα. Οι μεθοδολογικές αδυναμίες της ομάδας ήταν ανυπέρβλητες, ενώ ο διαθέσιμος χρόνος του εξαμήνου αποδείχτηκε εντελώς ανεπαρκής για μια συμπληρωματική δουλειά στο πεδίο της επιστημονικής μεθοδολογίας. Έτσι η απόπειρα έπεσε στο κενό κι εγώ συνήγαγα τα μάλλον απογοητευτικά διδάγματά μου για το μέλλον.




Η επόμενη προσέγγιση που σκέφτηκα ήταν ένα είδος εξατομικευμένου tutoring. Έκανα διακριτικές απόπειρες για να αναζητήσω υποψηφίους, αλλά στις δοκιμές μου δεν είχα ανταπόκριση. Οφείλω, όμως, να ομολογήσω ότι είχα και μια έντονη θεωρητική αναστολή έναντι μιας τέτοιας εξέλιξης του μαθήματος: Πίστευα δηλαδή, ότι η συρρίκνωση του ακροατηρίου σε τόσο μικρά νούμερα αναιρούσε την ίδια τη raison d’ être του μαθήματος. Όπως εξήγησα και στην αρχή έβλεπα το μάθημα σαν ένα είδος προηγμένης μορφής αγωγής του πολίτη. Δεν με γέμιζε η ιδέα ότι τελικά οι «πολίτες» στους οποίους θα απευθυνόμουν θα μετρώνταν στα δάχτυλα των δύο χεριών! Θύμα κι εγώ της αισθητικής του μαζικού πολιτισμού, αδυνατούσα – ομολογώ- να ιδώ την θετική πλευρά της εκπαιδευτικής δουλειάς για λογαριασμό …. μειονοτήτων ! Τώρα μετανιώνω, αλλά είναι αργά. Και για το λόγο αυτό ζητώ ταπεινά συγγνώμη στους ελάχιστους και στις ελάχιστες των πιθανών μαθητών μου θα ήταν διατεθειμένοι να περπατήσουμε μαζί ένα τέτοιο ωραίο μονοπάτι. Η επιβολή της μαζικής κουλτούρας που η παρουσιοθηρία πέτυχε πάνω στον συναισθηματικό κόσμο μου, δυστυχώς υπήρξε καταλυτική.


Τώρα, με μερικούς συναδέλφους στη Σχολή, μελετάμε επανάληψη της προσπάθειας, με ένα τέτοιο …. μειονοτικό προσανατολισμό. Μακάρι, η απογοήτευση του …. Μεγάλου μου Έρωτα να αποδειχθεί ότι δεν έχει αφήσει σημάδια στην δυναμική της φιλοσοφικής αισιοδοξίας μου. Οψόμεθα.








Δευτέρα 3 Μαΐου 2010



Γιατί εγκατέλειψα το μάθημα


Που είχα αγαπήσει περισσότερο


Από κάθε άλλο !! -3-


(Τρίτη και τελευταία συνέχεια εκ του προηγουμένου)




Η θεία έμνευση (που να μην έσωνε) ήταν εξής: Σκοπός του μαθήματος, σκέφτηκα, δεν ήταν τόσο να μεταδώσει συγκεκριμένες γνώσεις στους φοιτητές, όσο να ανοίξει ορίζοντες προβληματισμού και να δώσει νύξεις για το που μπορεί κανείς να βρει ιδέες και απαντήσεις. Επομένως, δικαιούμαι να ξεφύγω εντελώς από τις παραδεδεγμένες διδακτικές μεθοδολογίες και να δοκιμάσω μια ad hoc, αρκεί να πετύχει τον στόχο. Υπέθεσα, λοιπόν, ότι το ελάχιστο απαιτούμενο του μαθήματος θα μπορούσε να είναι η παρουσία των φοιτητών και φοιτητριών στη τάξη, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να «ακούσουν» διαλέξεις που θα τους εισήγαγαν στο αντικείμενο του μαθήματος και να σημειώσουν ιδέες και νύξεις για παραπέρα μελέτη αν το ήθελαν. Στα χέρια τους είχαν δύο πολύ καλά βοηθήματα που τους διανέμονταν δωρεάν, είχαν στη διάθεσή τους το διαδίκτυο και, φυσικά, την καλή βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου.


Εφόσον έτσι προσδιορίστηκε το «μίνιμουμ» των στόχων του μαθήματος, έμενε να προσδιοριστούν και τα κίνητρα καθώς και το σύστημα ανταμοιβής για την προσπάθεια που θα κατέβαλαν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες για πετύχουν τον ελάχιστο στόχο ή και να τον υπερβούν. Αισιόδοξος, λοιπόν, ότι έλυσα την εξίσωση ανακοίνωσα ότι (α) το μάθημα θα διεξάγονταν με την μορφή σεμιναρίου, (α) δικαίωμα για βαθμολόγηση θα είχαν μόνο όσοι/ες κατάφερναν να πάρουν μέρος στα 8/10 των σεμιναρίων που θα γίνονταν, (γ) όσοι/ες πληρούσαν το ελάχιστο αυτό θα βαθμολογούνταν με την βάση 5, (δ) στο τέλος του εξαμήνου θα γίνονταν ένα «εξεταστικό σεμινάριο» στη διάρκεια του οποίου μπορούσαν να πάρουν μέρος όσοι/σες ήθελαν βελτίωση της βαθμολογίας τους πέρα από τη βάση, η δε εξέταση θα γινόταν πάνω στη βάσει της ουσιαστικής συμμετοχής τους στην συζήτηση που θα διεξάγονταν με δική μου πρωτοβουλία στη διάρκεια αυτού του εξεταστικού σεμιναρίου.



Όταν κατέληξα σε αυτόν το ευρηματικό (!) σχεδιασμό, αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση, αυτοσυγχάρηκα για την έμπνευση μου και πήγα για ύπνο. Πίστευα ότι είχα σώσει τον μεγάλο μου έρωτα!



Αμ, δε….



Από την πρώτη ήδη μέρα του νέου συστήματος, η αίθουσα γέμιζε με πάνω από εκατό «συμμετέχοντες» στο σεμινάριο, αλλά στο πρώτο διάλλειμα η συντριπτική πλειονότητά τους έσπευδε να υπογράψει τις καταστάσεις παρουσιών ώστε να διασφαλίσει τους «πόντους» τους και εξαφανίζονταν. Στη δεύτερη περίοδο του σεμιναρίου παρέμεναν στην αίθουσα γύρω στους δέκα και μερικές φορές δεκαπέντε, αλλά και αυτοί σε μεγάλο βαθμό μεταβαλλόμενοι από σεμινάριο σε σεμινάριο.


Μη σπεύσει κανείς να μιλήσει για την «θελκτικότητα» του σεμιναρίου. Τουλάχιστο ανά τέταρτο δικού μου μονολόγου ζητούσα ακόμη και με προκλητικές παροτρύνσεις την συμμετοχή των μελών τους σεμιναρίου σε έναν χαλαρό έστω διάλογο και η ανταπόκριση ήταν σχεδόν μηδαμινή. Επέμενα με φορτικότητα στην ερώτηση «μήπως θέλετε να επιμείνουμε κάπου που σας ενδιαφέρει;» και οι αποκρίσεις ήταν και πάλι κοντά στο μηδέν. Απλούστατα οι συμμετέχοντες δεν είχαν στοιχειώδεις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να εμπλακούν σε μια οργανωμένη συζήτηση, αλλά ταυτόχρονα δεν άνοιγαν και βιβλίο για να τις αποκτήσουν και να έλθουν στοιχειωδώς προετοιμασμένοι στο σεμινάριο. Έτσι το σεμινάριο εκφυλίστηκε σε «σεμινάριο» όπου μάλλιαζε η γλώσσα μου σε μονολόγους και τεχνητούς διαλόγους με μοναδικό συμμέτοχο τον εαυτό μου!



Μέχρι που ήλθε η έκρηξη: Σφόδρα ενοχλημένος για την «παρουσιοθηρία» των φοιτητών, που εκφύλιζε την όλη διδακτική διαδικασία σε μια ανούσια ζητιανιά «πόντων» που θα εξασφάλιζαν το περιπόθητο πενταράκι χωρίς κανένα γνωστικό κέρδος, έκανα μια μέρα τη δική μου επανάσταση. Δήλωσα ότι οι παρουσίες που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στο διάλλειμα δεν θα μετρούσαν και ζήτησα παρουσίες στο τέλος του σεμιναρίου όπου υπέγραψαν φυσικά τις καταστάσεις οι ελάχιστοι και ελάχιστες που είχαν παραμείνει. Στο επόμενο σεμινάριο εξήγησα με επιθετικό τρόπο την άποψή μου ότι αυτός δεν τρόπος διεξαγωγής ακαδημαϊκού μαθήματος και ότι η παρουσία χωρίς τουλάχιστο παθητική συμμετοχή πρόσβαλε κάθε έννοια παιδαγωγικής. Δήλωσα ότι στο εξής οι καταστάσεις των παρουσιών θα υπογράφονταν στο τέλος του τρίωρου σεμιναρίου αντί του ενδιάμεσου διαλείμματος. Η αντίδραση του ακροατηρίου θύμιζε βρεγμένη γάτα περισσότερο παρά συνειδητούς φοιτητές, αλλά εγώ εξέλαβα την σιωπή τους ως μεταμέλεια και οπλίστηκα με νέο κέφι για να συνεχίσω αυτή χαμοζωή με τον μεγάλο μου έρωτα (γιατί έτσι στο βάθος αισθανόμουν). Η έκρηξη, όμως, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή της παραγράφου δεν αυτή. Συνέβη στην επόμενη σύνοδο του σεμιναρίου.



Στο επόμενο σεμινάριο, το μάθημα ξεκίνησε με ένα σεβαστό αριθμό συμμετοχής, γύρω στους τριάντα, αλλά όχι με το πλήθος των εκατό και βάλε που συναθροίζονταν μέχρι τώρα. Η ώρα κύλισε σχετικά ομαλά (τρόπος του λέγειν, όταν το σεμινάριο εκφυλίζεται σε ατέλειωτες διαλέξεις του καθηγητή) και φτάσαμε στο διάλειμμα. Τότε παρατήρησα ότι στους διαδρόμους έξω από την αίθουσα είχαν συγκεντρωθεί πλήθη λίγο πριν το διάλειμμα. Κατάλαβα αμέσως το κόλπο. Τώρα οι τσαμπατζήδες του πέντε είχαν αλλάξει τακτική και έρχονταν στην δεύτερη ώρα του σεμιναρίου ώστε να είναι εκεί στο τέλος που θα υπέγραφαν τις καταστάσεις παρουσίας. Ο τακτικός ελιγμός τους με αιφνιδίασε, αλλά ταυτόχρονα ξύπνησε μέσα μου και όλη την κακία που μπορεί να έχει ο απατημένος … εραστής! Δέχτηκα την ήττα μου τη φορά αυτή και άφησα τα πράγματα να κυλήσουν ομαλά. Θα υπέγραφαν οι τσαμπατζήδες στο τέλος του σεμιναρίου κι εγώ θα απεργαζόμουνα άλλο «κόλπο» για να τους αντιμετωπίσω.



Στη διάρκεια της δεύτερης ώρας εν τούτοις άκουγα μεγάλη φασαρία έξω από την αίθουσα πράγμα που με έκανε να ανοίξω την πόρτα να ιδώ τι συμβαίνει. Προς τεραστία έκπληξή μου είδα ένα άλλο πλήθος τσαμπατζήδων να συναγελάζονται στον διάδρομο, καπνίζοντας, καλαμπουρίζοντας και συζητώντας, περιμένοντας να τελειώσει το σεμινάριο για να μπουν τότε στην αίθουσα και να υπογράψουν τις καταστάσεις παρουσίας. Με έπιασε πανικός. Ήταν σαν να ζούσα σε εφιάλτη. Αυτό δεν πανεπιστήμιο. Είναι χώρος ταπείνωσης και φθοράς κάθε έννοιας ακαδημαϊκής λειτουργίας. Σκέφτηκα να σηκώσω τα χέρια και ν’ αποχωρήσω από εκείνη τη στιγμή. Δεν με άφησε, όμως, να το κάνω η κακία του … απατημένου εραστή. Ήθελα να πάρω τουλάχιστο εκδίκηση. Έτσι κατάπια και αυτή την ταπείνωση, δέχτηκα του πάντες να υπογράψουν τις καταστάσεις στο τέλος του σεμιναρίου, μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα καταισχυμένος για το σπίτι.



Στην άλλη σύνοδο του σεμιναρίου πήρα την καλοσχεδιασμένη μου εκδίκηση αποφασισμένος πια να φύγω από αυτή την αρρωστημένη … ερωτική σχέση. Ξεκίνησα το σεμινάριο με όσους ήταν παρόντες. Στο τέλος της πρώτης ώρας και πριν ανοίξω τις πόρτες για διάλειμμα, ζήτησα από τους παρόντες να υπογράψουν τις καταστάσεις παρουσίας, υπολογίζοντας ότι όσοι θα μαζεύονταν την δεύτερη ώρα μαζί και όσοι θα περιπολούσαν στους διαδρόμους θα αιφνιδιάζονταν μαθαίνοντας ότι η παρουσία τους δεν θα μετρούσε. Δεν λογάριασα, όμως, τον Εφιάλτη που πάντα θα βρεθεί σε δύσκολες μάχες να προδώσει τους μαχητές. Έτσι, κάποιος ή κάποια ξέφυγε από την προσοχή μου, βγήκε από την αίθουσα και ειδοποίησε την αγέλη των τσαμπατζήδων ότι «μαζεύονται υπογραφές», και τότε άνοιξαν τις πόρτες και με φωνές και σπρωξιές μπούκαραν οι απέξω και άρχισαν να πολιορκούν την έδρα όπου βρίσκονταν οι καταστάσεις παρουσιών για να υπογράψουν. Εξομολογούμε ειλικρινά ότι κατακλύστηκαν τα μάτια μου με δάκρυα μπροστά σε αυτόν το εξευτελισμό του ιερού χώρου μου στον οποίο είχα επενδύσει κάθε σκέψη και κάθε μεγάλο συναίσθημα μια ολόκληρη ζωή. Ο μεγάλος μου έρωτας πνίγηκε μέσα σε μια αγέλη «παρουσιοθήρων» που για ένα πενταράκι πουλούσαν την ψυχή τους. Δήλωσα ότι οι παρουσίες της ημέρας εκείνης δεν θα λαμβάνονταν υπόψη και έφυγα πλέον με το κεφάλι σκυμμένο συνειδητοποιώντας ότι δεν θα έκανα πια ποτέ το μάθημα που είχα τόσο ερωτευθεί.



Στο άλλο σεμινάριο, για να τηρήσω την αρχή της δικαιοσύνης παρακάλεσα όσους ήταν παρόντες στην πρώτη ώρα του προηγούμενου σεμιναρίου, πριν γίνει η επέλαση της αγέλης των παρουσιοθήρων, να μείνουν στο τέλος για να υπογράψουν τις καταστάσεις παρουσιών, ώστε να μη αδικηθούν όσοι δεν έφταιγαν. Ήταν μια δόση ανακούφισης όταν στο τέλος του σεμιναρίου είδα ότι οι περισσότεροι που έμειναν για την υπογραφή ήταν πρόσωπα που είχα φωτογραφήσει στη μνήμη μου την πρώτη ώρα του προηγούμενης συνόδους. Δεν παίρνω όρκο, αλλά νομίζω ότι σε αυτή την επίδειξη εμπιστοσύνης από μέρους μου ελάχιστοι και ελάχιστες πρόδωσαν το ηθικό πρόταγμα. Η διαπίστωση αυτή είναι η σπίθα που με κάνει να ελπίζω ότι δεν έχουν χαθεί όλα. Έχουν, όμως, χαθεί οι δικές μου αντοχές.



Έτσι τέλειωσε ένας μεγάλος έρωτας και έτσι άνοιξε ένα πεδίο για πολλή σκέψη. Ξέρω ότι το επιχείρημα «δεν φταίνε τα παιδιά» έχει πολλούς υποστηρικτές αλλά έχει και κάποια ουσία. Ξεπερνώντας την ‘νεολατρεία’, που είναι μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές του λαϊκισμού, εγώ θα προτιμούσα να βάλω το ερώτημα «τι φταίει» αντί του κλασσικού «ποιος φταίει». Διατηρώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα του συναισθηματικού ξεσπάσματος (που έκανε με το κείμενο αυτό), αλλά στο βάθος εύχομαι μια τέτοια εμπειρία να οδηγούσε πιο πολλούς «πιστούς» σε μια σοβαρή συζήτηση. Νομίζω ότι η αφορμή είναι καλή και προκλητική.