Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

24 Απαντήσεις σε 24 ερωτήματα για την πανεπιστημιακή κρίση


Απαντώ με περίπου «αυτόματη γραφή» στα ερωτήματα με τα οποία άνοιξε ένας χρήσιμος διάλογοα σε πολιτικό χώρο. Προφανώς επιφυλάσσομαι για αναλυτικότερες και πιο τεκμηριωμένες απαντήσεις κατά την πρόοδο του διαλόγου.
Σπεύδω να επισημάνω, ότι η δομή του ερωτηματολογίου, με λίγες συμπληρώσεις, κανονικά θα αποτελούσε τον πίνακα περιεχομένων μιας Λευκής Βίβλου. Αυτή λείπει και χρειάζεται για να κάνουμε σοβαρή δουλειά. Επί τέλους ας αποκτήσει και η χώρα μας την Λευκή (μπλε, κίτρινη ή ρόζ, αδιάφορα) Βίβλο για την Εκπαίδευση. Χρειάζεται για να οργανωθεί μια σοβαρή και τεκμηριωμένη συζήτηση. Όλα τα άλλα που κάνουμε είναι χρήσιμα, συμπαθητικά άλλα μη επαρκή. Γιατί? Μήπως στην πραγματικότητα φοβούμαστε την προοπτική που μια αυστηρή και τεκμηριωμένη λογική ανάλυση θα μας δείξει?




Συνολική αρχιτεκτονική του συστήματος

1. Υπάρχει λόγος μεταβολής του συστήματος ως προς την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων -ΤΕΙ, νέων Σχολών, νέων Τμημάτων, νέων Εργαστηρίων, κ.λπ.;

Ι. Το σύστημα ιδρύσεως/αναμόρφωσης οποιασδήποτε δομής στα πλαίσια της Ανώτατης Εκπαίδευσης πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Εν τούτοις πρέπει εξ αρχής να γίνει διάκριση του επιπέδου δομής (διοικητικής/λειτουργικής) στο οποίο αναφερόμαστε: Άλλα είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για την ίδρυση ενός νέου Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ και άλλα εκείνα που αφορούν στην δημιουργία ενός νέου Τμήματος, νέου εργαστηρίου κλπ. Πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στα επίπεδα αναφοράς: (α) Το Πανεπιστήμιο ή το ΤΕΙ αποτελεί ολοκληρωμένη μονάδα (δομή) που την ευθύνη για ίδρυσή του έχει κατά κύριο λόγο ο πολιτικός φορέας που θα επωμιστεί την ευθύνη της εξ αρχής χρηματοδότησής του (περίπτωση κρατικού πανεπιστημίου), ή /και της κατοχύρωσης των ποιοτικών σταθεροτύπων (standards) του (περίπτωση τόσο του κρατικού όσο και του μη-κρατικού πανεπιστημίου) δηλαδή η Κυβέρνηση, δια μέσου του αρμόδιου διοικητικού εκπροσώπου της (Υπουργείο ή Ειδική-ανεξάρτητη Αρχή, όπως ειδικότερα αναφέρεται παρακάτω). (β) Σε ότι αφορά τις εσωτερικές δομές του οιουδήποτε πανεπιστημίου την κύρια ευθύνη πρέπει να έχει το ίδιο το ίδρυμα στα πλαίσια της αυτόνομης / ανεξάρτητης ενάσκησης της λειτουργίας του (βλ. παρακάτω)

ΙΙ. Η ίδρυση οποιασδήποτε κεντρικής δομής (πανεπιστήμιο-ΤΕΙ), καθώς και η χωροθέτησή της πρέπει να γίνεται με αξιολόγηση ολοκληρωμένης μελέτης σκοπιμότητας. Τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα τέτοιο «έργο» πρέπει να είναι εκ των προτέρων διατυπωμένα για να εκφράζουν λειτουργικά τους σκοπούς, στόχους και περιορισμούς της αντίστοιχης πολιτικής (policy). Ως εκ τούτου χρειάζεται να προηγηθεί η ολοκληρωμένη διατύπωση μια τέτοιας πολιτικής. Μια τέτοια πολιτικής μπορεί εν μέρει να «εθνική», δηλαδή να αντικατοπτρίζει την ευρύτατη δυνατή διακομματική (πολιτική συναίνεση), αλλά οπωσδήποτε ένα μέρος της αναπόφευκτα θα εκφράζει τις ξεχωριστές προτεραιότητες που ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός κάθε κόμματος περιλαμβάνει στην πολιτική ταυτότητά του. Για την διασαφήνιση αυτού του θεμελιώδους πλαισίου πολιτικής χρήσιμη θα ήταν εκπόνηση μιας Λευκής Βίβλου από ομάδα εμπειρογνωμόνων, με εντολή της Βουλής.

ΙΙΙ. Η ίδρυση και οποιαδήποτε μεταβολή εσωτερικών δομών(Τμημάτων, εργαστηρίων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων κλπ.) πρέπει να ανήκει στην ευθύνη του κάθε εν ενεργεία ιδρύματος (προφανώς εξαιρούνται τα νεοϊδρυόμενα πανεπιστήμια/ΤΕΙ, για τα οποία η μελέτη σκοπιμότητας οφείλει να αναφέρεται και στην εσωτερική δομή τους). Η ακαδημαϊκή και λειτουργική οργάνωση κάθε ιδρύματος αποτελεί θεμελιώδες πεδίο ενάσκησης του προνομίου της αυτονομίας/ανεξαρτησίας του. Για τα κρατικά πανεπιστήμια είναι προφανές ότι η σύμπραξη της Πολιτείας είναι αναπόφευκτη, στο μέτρο που οποιαδήποτε μεταβολή δομής συνεπάγεται αντίστοιχη μεταβολή του «Στρατηγικού Σχεδίου Λειτουργίας και Αναπτύξεως» (βλ. παρακάτω) που χρηματοδοτείται εν μέρει ή εν όλω από δημόσιου πόρους.


2. Ποιοι φορείς και ποιοι μηχανισμοί πρέπει να αποφα­σί­ζουν; Να συμβουλεύουν / γνωμοδοτούν;

Ι. Τον αποφασιστικό λόγο για την ίδρυση/χωροθέτηση πρέπει να έχει ο διοικητικός φορέας (που εκφράζει και την πολιτική βούληση της πολιτικής ηγεσίας του) που έχει την ευθύνη για την ανάληψη της σχετικής δαπάνης καθώς και για την τήρηση των σταθεροτύπων που υλοποιούν την αντίστοιχη εκπαιδευτική πολιτική. Εν προκειμένω το Υπουργείο Παιδείας.
ΙΙ. Τον αποφασιστικό λόγο για οποιαδήποτε εσωτερική μεταβολή δομής έχει το ίδρυμα που έχει και την ευθύνη για τον σχεδιασμό και εφαρμογή του Στρατηγικού Σχεδίου του.
ΙΙ. Για την ίδρυση/χωροθέτηση γνωμοδοτεί η Ανεξάρτητη Αρχή Παιδείας, με αναλυτική γνωμοδότηση και αξιολόγηση της αντίστοιχης Μελέτης Σκοπιμότητας. Η γνωμοδότηση δεν δεσμεύει μεν την Διοίκηση, της επιβάλλει όμως την υποχρέωση αναλυτικής αιτιολόγησης της τυχόν διαφοροποιημένης αποφάσεώς της. Αυτό σημαίνει ότι δεν αίρεται το πολιτικό περιεχόμενο των αποφάσεων που εν τέλει εκφράζουν τις πολιτικής προτεραιότητες της εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια σε ότι αφορά το σκεπτικό της απόφασης, ώστε εν τέλει να τίθεται υπό ουσιαστική πολιτική κρίση (με ανάλογη συζήτηση στη Βουλή και τελικά με την κυρωτική απόφαση του εκλογικού σώματος στα πλαίσια της λειτουργίας της κοινοβουλευτική δημοκρατίας μας).

ΙΙ. Για οποιαδήποτε εσωτερική μεταβολή δομής την αποκλειστική ευθύνη έχει η διοίκηση του αρμόδιου κάθε φορά ιδρύματος που εντούτοις αποφασίζει ύστερα από σχετικές αναλυτικές γνωμοδοτήσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Παιδείας και της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας που κρίνουν κατά πόσο η πρόταση του ιδρύματος είναι σύμφωνη με την Στρατηγική Σύμβαση Λειτουργίας (βλ. παρακάτω) που το ίδρυμα έχει υπογράψει με το Υπουργείο Παιδείας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμοδότησης, το ίδρυμα καλείται να επαναδιαπραγματευθεί την Σύμβαση με το Υπουργείο για την αναγκαία αναπροσαρμογή της.

ΙΙΙ. Σε όλες τις παραπάνω διαδικασίες, κάθε εμπλεκόμενος φορέας συμβουλεύεται κατά βούληση και με δική του ευθύνη οποιουσδήποτε φορείς, οργανισμούς, οργανώσεις ή άτομα κρίνει ότι μπορεί να υποστηρίξουν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει είτε στη Μελέτη Σκοπιμότητας είτε στις γνωμοδοτήσεις του. Καλό είναι να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκ των προτέρων αναφορά σε συμβουλευτική αρμοδιότητα τρίτων, για να αποφευχθεί η δημιουργία δικτύων και μηχανισμών συντεχνιακής επιβολής.

3. Ποια είναι τα κριτήρια για τη ίδρυση νέων Μονάδων και πως θα διασφαλίζεται ότι δεν θα κυριαρχούν τα πελατειακά αφενός και τα συντεχνιακά αφετέρου. Πως μπορεί να συνυπολογίζονται οι ανάγκες της κοινωνίας, τόσο ως προς τη ζήτηση για φοίτηση όσο και ως προς τη ζήτηση αποφοίτων;

Ι. Οι θεμιτοί λόγοι για την ίδρυση νέων μονάδων μπορεί να είναι ένας από τους εξής ή κάποιοι συνδυασμοί τους:
1. Υπερβάλλουσα ζήτηση θέσεων. Η διάγνωση της υπερβάλλουσας ζήτησης προϋποθέτει ότι έχουν διασαφηνιστεί τα όρια της «φέρουσας ικανότητας» κάθε μονάδας (στα διάφορα επίπεδα). Χωρίς ξεκάθαρη αντίληψη για την φέρουσα ικανότητα, όρια ικανοποίησης της όποιας ζήτησης δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αν θέλουμε μεγάλα, μεσαία ή μικρά πανεπιστήμια, Τμήματα κ.ο.κ. Τότε αυτομάτως ορίζεται και η φέρουσα ικανότητά τους. Η πρόκριση της κλίμακας των μονάδων δεν αυθαίρετη. Μπορεί κάλιστα να αντικατοπτρίζει μια συγκεκριμένη παιδαγωγική αντίληψη, μια ανθρωπολογική ή μικρο-κοινωνιολογική επιλογή κ.ο.κ. Για παράδειγμα, όσο μεγαλώνει η πληθυσμιακή κλίμακα ενός ιδρύματος τόσο αποπροσωποποιούνται πολλές ανθρώπινες ή θεσμικές σχέσεις στο εσωτερικό του, όπως και εντείνονται οι πιέσεις μαζοποίησης της ακαδημαϊκής κουλτούρας και των συλλογικών δυναμικών. Στο επίπεδο του Τμήματος, πάλι, η κλίμακα σχετίζεται με το παιδαγωγικό υπόδειγμα που το Τμήμα εφαρμόζει (διδασκαλία από καθέδρας, σεμιναριακή διδασκαλία, αλληλαναδραστική διδασκαλία κ.ο.κ.). Ένα Κίνημα όπως το ΠΑΣΟΚ οφείλει να έχει ξεκάθαρες θέσεις πάνω στα ζητήματα αυτά.
2. Χωροταξικοί σχεδιασμοί : Όσο κι αν έχουν δαιμονοποιηθεί οι χωροταξικές θεωρήσεις της ίδρυσης πανεπιστημίων, στην πραγματικότητα το που θα χωροθετηθεί ένα νέα πανεπιστήμιο αποτελεί εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Η φιλοσοφία του ‘αστικού’ πανεπιστημίου, λ.χ. ισοδυναμεί με παραδοχή του δυισμού της αστικής κοινωνίας ως αναπότρεπτου παράγοντα κοινωνικών ανισοτήτων ( Το πανεπιστήμιο ταιριάζει μόνο στις μεγαλουπόλεις, ενώ οι επαρχιακές πόλεις πρέπει να είναι ταπεινότερες). Η χωροθέτηση επίσης μπορεί να εξυπηρετήσει εξαιρετικά θεμιτούς στόχους, όπως η ανακυττάρωση των επαρχιακών κοινωνιών, η ενίσχυση της τοπικής ζήτησης, η εξοικείωση των φοιτητών και των καθηγητών με την ζωή εκτός μεγαλουπόλεων κ.ο.κ. Εκείνο, επομένως, που έχει σημασία είναι η τεκμηριωμένη και πειστική αιτιολόγηση της όποιας χωροταξικής διαρρύθμισης και όχι η αυθαίρετη εφαρμογή δογματικών προκαταλήψεων.

3. Η καινοτομία: Ενδέχεται η εφαρμογή ενός καινοτόμου σχεδίου είτε στο τομέα της οργάνωσης και της διοίκησης, είτε του παιδαγωγικού υποδείγματος είτε της επιστημονικής θεώρησης, να επιβάλλει την εξ αρχής δημιουργία νέας δομής που θα μπορεί να δεχτεί εκ γενετής την καινοτομία. Αυτό πολλές φορές είναι «οικονομικότερο» από την απόπειρα επιβολής σε παλαιωμένες και συντηρητικοποιημένες δομές. Μια τολμηρή ιδέα με μεγάλη χρησιμότητα, λ.χ. θα ήταν η ίδρυση ή ο μετασχηματισμός υπαρχόντων ιδρυμάτων με εναλλακτικά συστήματα διοίκησης. Μια τέτοια στρατηγική (που, σημειωτέον είχε γίνει απόπεια εφαρμογής επί υπουργείας του νυν Προέδρου) θα μπορούσε να σπάσει τις αγκυλώσεις που έχει δημιουργήσει η μακροχρόνια εφαρμογή του Νόμου Πλαισίου με τα γνωστά επακόλουθα.

4. Η επιστημολογική σκοπιμότητα: Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις που εναλλακτική επιστημολογική προσέγγιση της δομής της εκπαίδευσης (π.χ. νέα πεδία ειδίκευσης, διεπιστημονικές διασταυρώσεις, νέα επαγγέλματα κ.ο.κ.) να επιβάλλουν την ίδρυση νέων δομών ως οικονομικότερη λύση σε σχέση με την επιβολή τέτοιων στόχων σε προϋφιστάμενες δομές που έχουν αναπτύξεις τις δικές τους νομοτέλειες.

5. Άλλες θεμιτές πολιτικές σκοπιμότητες: Π.χ. ή ίδρυση διεθνούς πανεπιστημίου, ή ίδρυση ξενόγλωσσων τμημάτων κ.ο.κ. ως μέσα για την προαγωγή της ελληνικής πολιτισμικής επιρροής κλπ.

Σε όλες τις περιπτώσεις εκείνο που έχει σημασία είναι η τεκμηρίωση του σχεδίου με πειστικό και ρεαλιστικό τρόπο. Πρέπει να τεθεί τέρμα στη σημερινή διασταύρωση ανώριμων δογματικών θέσεων που κατ’ εξοχήν υποδαυλίζεται είτε από τα ΜΜΕ είτε από αδιαφανείς σκοπιμότητες τις οποίες δεν συμφέρει η αναλυτική και τεκμηριωμένη προσέγγιση. Ο μοναδικός δρόμος για να αποφευχθεί η επιβολή συντεχνιακών ή άλλων μικροσυμφερόντων είναι η συστηματική και διαφανής υποστήριξη της σκοπιμότητας των σχετικών αποφάσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αρκεί το « ξεμπρόστιασμα» για να διασφαλιστεί η υγιής αντίδραση των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας και της πολιτικής ζωής. Αν δεχτούμε ότι η Ελληνική κοινωνία δεν επηρεάζεται από το «ξεμπρόστιασμα» και ότι αποτελείται από απλά δίκτυα στενών συμφερόντων που δεν συντίθενται ποτέ σε «δημόσιο συμφέρον», τότε κάθε άλλη ρύθμιση πέραν της …. πεφωτισμένης δικτατορίας θα είναι μάταιη. Όπερ άτοπο. Ο ανασυντονισμός της κοινωνίας για να αποκτήσει σωστά αντανακλαστικά κοινωνικού συμφέροντος και κοινωνικής ηθικής είναι δουλειά μακροπρόθεσμης προοπτικής που ανήκει στις πολιτικές κινήσεις και Κινήματα (όπως το ΠΑΣΟΚ) να την επιδιώξουν. Όποια άλλη βραχυπρόθεσμη θεώρηση απλώς παρακάμπτει το ζήτημα.

ΙΙ. Για τον υπολογισμό των εκπαιδευτικών αναγκών υπάρχουν τόσες προσεγγίσεις όσες είναι και οι λογικά δυνατές θεωρήσεις των σκοπών της εκπαιδευτικής πολιτικής. Θα απαριθμήσω τις κυριότερες και θα επιμείνω στο να προηγηθεί η ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση απέναντι το ‘μενού’ των λογικά πιθανών, για να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να δημιουργήσει μια στερεή βάση υποστήριξης των επιλογών του. Αλλιώς θα συνεχιστεί η παρούσα – κατά την άποψή μου – οπορτουνιστική τακτική. Λοιπόν, ο υπολογισμός της προσφοράς εκπαιδευτικών θέσεων ή ευκαιριών μπορεί να γίνει:
(α) Με βάση την προβλεπόμενη ζήτηση. Η πρόβλεψη της ζήτησης (ενεργού ή /και λανθάνουσας) γίνεται σχετικά εύκολα με αντίστοιχα οικονομετρικά και άλλα μοντέλα. Προφανώς αναφερόμαστε σε μοντέλα πρόγνωσης της σύθετης ζήτησης κατά ειδικότητα, επάγγελμα κ.ο.κ.
(β) Με βάση τον επιθυμητό αναπροσανατολισμό του εκπαιδευτικού προφίλ του νεαρού πληθυσμού. Αυτό γίνεται με μεθόδους κοινωνικού σχεδιασμού που προφανώς αποτελούν συνδυασμούς οικονομικών, κοινωνικών κι ανθρωπολογικών θεωρήσεων. Υπακούει σε ιδεολογικά πρότυπα και συνάγεται μέσα από πολιτικές διεργασίες που αποβλέπουν στο να απαντήσουν στο θεμελιακό ερώτημα «τι είδους κοινωνία θέλουμε για το μέλλον?».
(γ) Με βάση το ουμανιστικό (του Διαφωτισμού) δόγμα, σύμφωνα με το οποίο είναι προς το συμφέρον να περάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από το υψηλότερο δυνατό εκπαιδευτικό επίπεδο. Είναι το δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η εκπαίδευση πρέπει να είναι ελεύθερα προσβάσιμη σε όλους ανάλογα με τις δυνατότητες επίδοσής τους και μόνο.

Για να μιλήσουμε για μια ρεαλιστική προσέγγιση, το σύστημα που μπορεί να περπατήσει καλλίτερα είναι ένα μικτό σύστημα υπολογισμού προσφοράς/ζήτησης που θα συνδυάζει τις παραπάνω επί μέρους θεωρήσεις. Αυτό υπαγορεύει η φύσης της πλουραλιστικής δημοκρατίας που υποθέτω ότι αποτελεί τον προσανατολισμό οποιουδήποτε δημοκρατικού σοσιαλιστικού κόμματος.

4. Υπάρχει ζήτημα ανάλυσης της «βιωσιμότητας» των σημερινών; Με τι κριτήρια;

Η ίδια η πραγματικότητα έχει ήδη θέσει ζήτημα βιωσιμότητας του παρόντος συστήματος ΑΕΙ-ΤΕΙ. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η έλλειψη οικονομικών (αλλά όχι μόνο) πόρων πιέζει σε συνεχή υποβάθμιση την λειτουργία των ιδρυμάτων μας. Αναπόφευκτα τα ιδρύματα προσαρμόζονται στους προσφερόμενους πόρους, οι οποίοι είναι μικρότεροι από τους απαιτούμενους για να τηρηθούν ευρωπαϊκά πρότυπα σπουδών και έρευνας. Κάτι που ξεφεύγει από την θέασή μας είναι ότι λείπουν ήδη ακόμη και διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι: Για παράδειγμα, σε αρκετά γνωστικά πεδία λείπει επαρκής αριθμός διδακτόρων (σωστής προδιαγραφής). Η βιομηχανία πελατειακής παραγωγής διδακτόρων αποτελεί παράγοντα που τρώει τα σωθικά της ακαδημαϊκής μας κοινότητας και θα οδηγήσεις σε εκφυλιστικές εκδηλώσεις ανάλογες με εκείνες που η μαζική εισπήδηση των βοηθών και επιστημονικών συνεργατών της δεκαετίας του 70 προκάλεσε σε ορισμένα από τα παλιότερα ιδρύματα.
Η αξιολόγηση μπορεί να παίξει τον ρόλο εργαλείου θεώρησης της βιωσιμότητας. Μια σωστή χρήση του θεσμού μπορεί να οδηγήσει στην κατάταξη των ιδρυμάτων στις εξής εξαντλητικές κατηγορίες:
(α) Ιδρύματα που έχουν την δυναμική και την επάρκεια πόρων για να συνεχίσουν απρόσκοπτα την λειτουργία της σε παραδεκτά ποιοτικά επίπεδα.
(β) Ιδρύματα που έχουν μεν την δυναμική αλλά όχι και την επάρκεια πόρων, όπως παραπάνω. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη για την συνέχιση της ζωής τους πέφτει στους ώμους του χρηματοδότη (Πολιτεία κ.ο.κ.)
(γ) Ιδρύματα που δεν έχουν την δυναμική, ακόμη και αν τους δοθούν επαρκείς πόροι να συνεχίσουν την λειτουργία τους σε ικανοποιητικό ποιοτικό επίπεδο (π.χ. πληθώρα ακαδημαϊκού προσωπικού χαμηλής ποιότητας).

Επομένως, εδώ έχουμε έναν ακόμη λόγο για να θεωρούμε την αξιολόγηση ως θεσμό-κλειδί για την εκπαιδευτική μας μεταρρύθμιση.

5. Είναι δυνατό να καταλήξουμε (με ποια διαδικασία;) σε αποφάσεις για συνενώσεις / συγχωνεύσεις; Και σε κλείσιμο;

Θα είναι δύσκολο μεν, αλλά όχι ακατόρθωτο. Βασική μέθοδος πρέπει να είναι η θέσπιση κινήτρων και αντικινήτρων για συγχωνεύσεις και αυτοκαταργήσεις, πριν ληφθούν καταναγκαστικά μέτρα από μέρους των ρυθμιστικών αρχών. Το ζήτημα απαιτεί προσεκτική, αναλυτική και απροκατάληπτη μελέτη για να οδηγήσει σε πρακτικές εφαρμογές.


Κατοχύρωση της πραγματικής αυτοτέλειας

6. Πως μπορούμε, μέσω ενός νέου «νόμου-πλαίσιο» να κατοχυρώσουμε την πραγματική – πολιτική, λειτουργική, οικονομική, διοικητική... –αυτοτέλεια/αυτοδιοίκηση;

Να αναγάγουμε τη συζήτηση στον θεμελιώδη λόγο για τον οποίο θεσμοθετήθηκε η αυτοτέλεια/ αυτοδιοίκηση και στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε την έννοια, τα όρια και τη σχέση της με την ενότητα της Πολιτείας. Στο γνωστό βιβλίο μου που κυκλοφορεί εδώ και έξη-χρόνια, επιχειρώ μια προσεκτική ανάλυση της έννοιας της ακαδημαϊκή αυτονομίας. Κατά την γνώμη μου μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να θεμελιώσει την αυτονομία όχι σε μεταφυσικές/δογματικές αποφάνσεις, αλλά σε μια σχέση εξειδίκευσης του ρόλου των ΑΕΙ. Όσο τα ΑΕΙ επιτελούν την λειτουργία τους – ως οργανισμοί- η Πολιτεία αναγνωρίζει την αυτοτέλειά τους. Όταν πάψουν να επιτελούν, λογικό είναι να θεωρηθούν ….εχθροί του Λαού και να ληφθούν μέτρα εναντίον της. Το ζήτημα είναι ποιος κρίνει εν προκειμένω. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά οποιαδήποτε απάντηση πρέπει κατ’ ανάγκη στηρίζεται στην λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας. Η Βουλή και τα Δικαστήρια αρκούν για να κρίνουν σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις.
Είναι φανερό, ότι η ακαδημαϊκή αυτονομία και αυτοδιοίκηση δεν είναι θεσμός που λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της κάστας των ακαδημαϊκών. Λειτουργεί υπέρ του κοινωνικού συμφέροντος και αυτό πρέπει να αποδείχνουν οι ακαδημαϊκή καθημερινά με την ίδια την πρακτική τους.
Μια πρόχειρη ιδέα για την θέσμιση της αυτονομίας θα ήταν ο νέος Νόμος-Πλαίσιο να προβλέπει για κάθε ίδρυμα της έκδοσης ιδρυτικής πράξεις της Πολιτείας κατά το πρότυπο των Charters όπου η ίδια η Πολιτεία θα χαράσσει την raisone d’ etre, τους ρόλους και τα όρια της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Προφανώς θεμέλιο της ακαδημαϊκής αυτονομίας είναι η προάσπιση και διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τίποτε λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο.

7. Τι μηχανισμοί λογοδοσίας ως αντίβαρο;

Μηχανισμοί λογοδοσίας μπορούμε να σχεδιάσουμε πολλούς και ποικίλους. Η διεθνής πρακτική προσφέρει πληθώρα εναλλακτικών επιλογών. Το μείζον πρόβλημα, εν τούτοις, είναι το πώς ανταποκρίνονται οι αποδέκτες της όποιας λογοκρισίας. Εκεί είναι το μείζον ιδιάζον πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία του παρόντος, που δεν έχει μάθει να ανταποκρίνεται ορθολογικά στις όποιες (ανύπαρκτες, επί του παρόντος) λογοδοσίες. Και εκεί το Κίνημα μπορεί να κάνει πάρα πολλά. Αρκεί να το θέλει. Μερικές ιδέες εν προκειμένω είναι:
(α) Η υποχρεωτική δημοσιότητα της όποιας λογοδοσίας. Π.χ. ετήσιος κοινωνικός απολογισμός/ισολογισμός κάθε Πανεπιστημίου.
(β) Η δημιουργία ειδικών δομών που θα αποδέχονται τις λογοδοσίες, θα τις αναλύουν και θα εισηγούνται δράσεις εν όψει των όποιων πορισμάτων. Π.χ. μια τέτοια δουλειά θα μπορούσε να την κάνει μια Ανεξάρτητη Αρχή Παιδείας. Θα μπορούσαν επίσης να συμμετέχουν (ο καθένας χωριστά για να μη δημιουργούνται ανίερες συμμαχίες) διάφορες επαγγελματικές ενώσεις, τα κόμματα και άλλοι φορείς που εκφράζουν τους stakeholders.
(γ) Η ενσωμάτωση των πορισμάτων της λογοδοσίας στα δεδομένα επί τη βάσει των οποίων θα γίνεται η διαπραγμάτευση των πανεπιστημίων με τους χρηματοδότες και άλλους υποστηρικτές του.


8. Πόσο λιτός μπορεί να είναι εν προκειμένω ο «νόμος-πλαίσιο», και πόσο θα αφήνει στο κάθε τριτοβάθμιο Ίδρυμα τη δυνατότητα ειδικών ρυθμίσεων;

Είναι καιρός να αφήσουμε περιθώρια πειραματισμού σε ότι αφορά βασικά στοιχεία της οργάνωσης, συγκρότησης και λειτουργίας των πανεπιστημίων, αφού είναι πλέον παγκοίνως αποδεκτό ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη η ανάπτυξη ποικιλίας μορφών διοίκησης και λειτουργίας, ώστε μέσα από τον συνεπαγόμενο εξ αυτής ανταγωνισμό αποτελεσματικότητας να προκύψει βαθμιαία το «άριστο». Νομίζω ότι μια καλή ιδέα εν προκειμένω θα ήταν ο νέος Νόμος Πλαίσιο να καθορίζει μόνο θεμελιώδη δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του Πανεπιστημίου, και τα υπόλοιπα να αφήνονται να διαπλαστούν με μια διαδικασία διαπραγμάτευσης και υπογραφής κάποιας καταστατικής χάρτας μεταξύ του κάθε Πανεπιστημίου και της Πολιτείας (Chartered universities).
Τα θεμελιώδη δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά που πρέπει ο Νόμος Πλαίσιο να ορίζει είναι λ.χ.:
(α) Ο σκοπός (παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης και παιδείας, η διεξαγωγή επιστημονικής και φιλοσοφική έρευνας, η διασπορά καινοτομίας και η παροχή συναφών υπηρεσιών σε κοινωνικούς φορείς)
(β) Η δομή. Το πανεπιστήμιο οργανώνεται σε Σχολές, οι Σχολές σε Τμήματα και τα Τμήματα σε τομείς. Λειτουργούν εργαστήρια έρευνας ή/και πειραματισμού προσηρτημένα σε οιοδήποτε επίπεδο της δομής κατά τις ανάγκες του.
(γ) Η ακαδημαϊκή ελευθερία: Δηλαδή η προστασία της πνευματικής, επιστημονικής και ιδεολογικής ελευθερίας στα πλαίσια των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων.
(δ) Η ακαδημαϊκή αυτονομία για την εξυπηρέτηση και προάσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
(ε) Η ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού για το ακαδημαϊκό προσωπικό (με σαφή ορισμό της έννοιας και των συνεπειών του για τις εργασιακές σχέσεις και τις υποχρεώσεις των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας)
(στ) Ο τρόπος χρηματοδότησης .
(ζ) Η διασφάλιση της προσβασιμότητας των φοιτητών/τριών με μόνη προϋπόθεση την ικανότητα και βούληση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των σπουδών, ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητάς τους, της φυλετικής, πολιτισμικής ή άλλης ταυτότητάς τους εφόσον είναι Έλληνες πολίτες ή νόμιμοι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας.
(η) Η πιστοποιούμενη ποιότητα (εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου) σύμφωνα με εκ των προτέρων γνωστών σταθεροτύπων.
(θ) Τα ελάχιστα απαιτούμενα οργανωσιακά χαρακτηριστικά, που υλοποιούν την έννοια της αποτελεσματικής και χρηστής διοίκησης.

9. Πρέπει να ακολουθήσουμε δείγματα γραφής άλλων χωρών και να διορίζεται έξωθεν η διοίκηση του Πανεπιστημίου; Είναι δυνατό να υπάρξει εγγύηση ότι ο διορισμός αυτός δεν θα υπακούει σε κομματικά, πελατειακά κ.λπ. κριτήρια; Είναι χρήσιμη η εμπειρία των δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων ή των Νοσοκομείων;



Κατά κανόνα, η μορφή της διοίκησης των πανεπιστημίων αντικατοπτρίζει την ιστορία της ‘γένεσής’ τους. Γιαυτό και είναι δύσκολο να μεταφερθούν πρακτικές από τη μία στην άλλη χώρα. Υπάρχει, εν τούτοις, ένας οργανωσιακός κανόνας που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για την επιλογή του αποτελεσματικότερου συστήματος οργάνωση και διοίκησης:
Διοικητικός δυισμός που θα διασφαλίζει την απόδοση διακριτής ευθύνης για την λειτουργία της οργάνωσης (πανεπιστημίου) σε συνδυασμό με την διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και τα δύο είναι ισοδύναμες αρχές δημόσιου συμφέροντος. Ειδικότερα, σκόπιμη είναι λειτουργία δύο επιπέδων διοίκησης: Στο ύπατο επίπεδο μπορεί να λειτουργεί ένα συμβούλιο εφόρων που θα διορίζεται ενδεχομένως με ισόβια θητεία και θα ανανεώνεται με διαδικασίες cooption. Η αρχική σύνθεσή του μπορεί να μια αυστηρή διαδικασία που θα διασφαλίζει ‘εθνικό και διεθνές κύρος’. Ο ρόλος του συμβουλίου των εφόρων (Board of Trustees) θα είναι εποπτεύει την εφαρμογή του καταστατικού χάρτη και την πραγμάτων της αποστολής (mission) του πανεπιστημίου. Δεν θα ασκεί άμεση ή έμμεση διοίκηση και θα εκφράζει τον ρόλο του με εμπεριστατωμένες «δημόσιες γνωματεύσεις».
Την άμεση διοίκηση θα ασκεί ο Πρύτανης και η Σύγκλητος που θα είναι αιρετή.
Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται αφενός η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία αλλά ταυτόχρονα τηρείται και ο κανόνας της διάκρισης ελέγχοντας/ ελεγχόμενου.

10. Αν συνεχιστεί το σημερινό σύστημα πρυτανικών αρχών, υπάρχει λόγος να αλλάξει το σώμα των εκλεκτόρων; Μπορεί / πρέπει να προστεθούν «stakeholders» έξω από την πανεπιστημιακή κοινότητα; Ο ρόλος των φοιτητών στο εκλεκτορικό σώμα; Να εισαχθεί σύστημα «αναλογικότητας συμμετοχής»;

Ο κανόνας πρέπει να είναι: εκλεκτορικό δικαίωμα αντίστοιχο με συγκεκριμένες ευθύνες και υποχρεώσεις. Σε όλο τον κόσμο, το διοικητικό χαρακτηριστικό των πανεπιστημίων είναι κυρίως η collegiality: Δηλαδή η αυτοδιοίκησή τους ως ενιαίας συλλογικής οντότητας. Η collegiality εν τούτοις δεν αναιρεί την σημασία των εξειδικευμένων ρόλων που στηρίζεται στις πιστοποιημένες ή συμβατικές ικανότητες των μελλών του collegium. Άλλος είναι ο ρόλος των φοιτητών και άλλος ο ρόλος των διδασκόντων. Ακόμη οι ρόλοι μπορεί να εξειδικευθούν με μέτρο και με γνώμονα την ιεραρχική κλίμακα του ακαδημαϊκού προσωπικού. Επομένως, το παρόν καθεστώς της «αριθμητικής δημοκρατίας» είναι φαύλο και αναποτελεσματικό. Απόδειξη ότι οδήγησε στο σημερινό σύστημα συντεχνιακής συναλλαγής για την ανάδειξη διοικήσεων. Είναι σαφές οι το εκλεκτορικό δικαίωμα το έχουν πρωτίστως τα «μόνιμα» μέλη του collegium, δηλαδή το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι φοιτητές και οι άλλοι παράγοντες της φοιτητικής κοινότητας μόνο ως συμπληρωματικοί συντελεστές μπορεί και πρέπει να συμμετέχουν στις διαδικασίες διοίκησης (ανάδειξης και λειτουργίας των διοικητικών οργάνων). Το ακριβές σύστημα οργάνωση του εκλεκτορικού σώματος για να ικανοποιεί αυτές τις αρχές απομένει να μελετηθεί με προσοχή.

Άλλος είναι ο ρόλος των Stakeholders και με κανένα τρόπο δεν πρέπει να αναμειχθούν σε εκλεκτορικές διαδικασίες και ρόλους. Η ανάλυση της ευθύνης λύνει αυτομάτων και πειστικά το πρόβλημα. Stakeholders μπορεί να θεωρηθούν μόνο εκείνοι που προστατεύονται από το σύστημα της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Τρίτοι δεν χωρούν, παρά μόνο ως συμβουλευτικά όργανα. Ορισμένοι Stakeholders μπορεί να οργανωθούν σε ένα σύστημα διαβουλεύσεων και γνωματεύσεων που θα συμπαρίσταται στην ακαδημαϊκή διοίκηση και των δύο επιπέδων ως άνω, χωρίς ανάληψη άλλης ευθύνης πέραν εκείνης που αφορά την γνώμη τους.

11. Ο τρόπος εκλογής των Αρχών και τα σχετικά με το εκλεκτορικό σώμα κ.λπ. θα πρέπει να ορίζονται στο «νόμο-πλαίσιο» ενιαία για όλους, ή θα υπάρχει σχετική ευελιξία;

Η αρχή που πρέπει να τηρείται είναι η διάκριση συμφερόντων μεταξύ εκλέγοντος και εκλεγομένου . Από εκεί και πέρα, η συγκεκριμένη έκφραση και εφαρμογή της αρχής (αναλυτικά αιτιολογημένα) μπορεί να αφεθεί στην διακριτική ευχέρεια των επιμελούς ιδρυμάτων, στα πλαίσια μιας σκοπούμενης ποικιλίας εναλλακτικών διοικητικών συστημάτων.

12. Μήπως θα πρέπει να προχωρήσουμε προς περισσότερο ιεραρχικές και λιγότερο «συμμετοχικές» μορφές εσωτερικής διακυβέρνησης;

Δεν έχει τόση σημασία η επιλογή ανάμεσα στα δύο, παρόλο που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόβλημα σωστού συνδυασμού ανάλογα με το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες. Μεγαλύτερη σημασία έχει η σωστή και αποτελεσματική υποστήριξη της λειτουργικότητας της κάθε επιλογής. Για παράδειγμα, στον στρατηγικό σχεδιασμό δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η ιεραρχία των συμμετεχόντων όσο οι ιδέες και δυνατότητές τους. Στο εκτελεστικό έργο της διοίκηση, χωρίς ιεραρχία δεν γίνεται αποτελεσματική δουλειά. Επίσης στο ελεγκτικό τομέα, η μεικτή ιεραρχία είναι αποτελεσματικότερη από την γραμμική επειδή έτσι εμποδίζεται η εκδήλωση αήθους αλληλεγγύης μεταξύ ομοβάθμιων κ.ο.κ. Αυτά είναι θέματα που πρέπει να λυθούν από έναν επαγγελματικά μελετημένο κανονισμό λειτουργίας των πανεπιστημίων και όχι με συνοπτικές πολιτικές διαδικασίες.

13. Υπάρχει λόγος να αλλάξει ο τρόπος εκλογής των μελών ΔΕΠ; Προς μεγαλύτερη ή μικρότερη παρουσία του Υπ.Παιδείας στο διορισμό εκλεκτόρων κ.λπ.;


Ο υφιστάμενος Νόμος Πλαίσιο στηρίζεται σε μια – κατά την άποψή μου – ριζικά εσφαλμένη αντίληψη του ζητήματος. Προσπαθεί να διασφαλίσει ένα είδος μεταφυσικής αξιοκρατίας με τυπικές διαδικασίες που εύκολα εκφυλίστηκαν σε απλή προσχηματική τυποκρατία που λειτούργησε ως μηχανισμός διασφάλισης της νομιμότητας πολλές φορές εις βάρος της ουσίας της επιλογής του κατάλληλου ακαδημαϊκού προσωπικού. Κατά τη γνώμη μου η όλη διαδικασία επιλογής (και όχι εκλογής) ακαδημαϊκού προσωπικού πρέπει να αναμορφωθεί ριζικά, σύμφωνα με τις παρακάτω γενικές αρχές:
(α) Η επιλογή προσωπικού πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις επιστημονικά καθιερωμένες πρακτικές διαχείρισης προσωπικού. Σήμερα ερμηνεύεται περισσότερο ως διαδικασία επιδαψίλευσης επιβραβεύσεων υποτιθέμενες ακαδημαϊκής αριστείας παρά ως μέθοδος επιλογής των καταλλήλων ακαδημαϊκών διδασκάλων/ερευνητών για την κατάλληλη θέση. Κλειδί στην αλλαγή αντίληψη για την όλη διαδικασία είναι ο ακριβής ορισμός της έννοιας «κατάλληλη θέση», ώστε εξ αυτής να προκύπτει ο ορισμός του «καταλλήλου προσώπου».
Κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία πρέπει να ξεκινά από τον σαφή ορισμό του προγράμματος σπουδών και του προγράμματος έρευνας σε κάθε Τμήμα. Να αναλύεται στη συνέχεια η ανάγκη και τα χαρακτηριστικά του προσωπικού που απαιτεί η εφαρμογή του και στο τέλος, ένα σώμα εμπειρογνωμόνων να ερευνά και να κρίνει ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να εξυπηρετήσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του προγράμματος σπουδών/έρευνας. Σήμερα τίποτα δεν γίνεται – πέραν των προσχηματικών αναφορών – πάνω σε μια τέτοια βάση.
Οι κανόνες διαχείρισης προσωπικού οδηγούν σε κανόνες επιλογής προσωπικού με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια και όχι με απόλυτες αναφορές υποτιθέμενης ακαδημαϊκής ποιότητας. Για παράδειγμα, άλλη είναι η λογική αναζήτησης ατόμου που θα εμπλουτίσει το κύρος ενός Τμήματος, και άλλη η λογική της πρόσληψης ατόμου για να διδάξει τρέχον αντικείμενο του προγράμματος σπουδών σε πρωτοετείς φοιτητές. Το «κύρος» αναλύεται σε πλήθος παραμέτρων που δεν οδηγούν πάντα στην ίδια «απόλυτη» επιλογή. Λ.χ. ένα Τμήμα έχει ανάγκη ενός Νομπελίστα έστω και αν έχει όνομα κάκιστου δασκάλου, για πολλούς προφανείς λόγους. Άλλο Τμήμα, πάλι μπορεί να επωμιστεί την ευθύνη να εξασφαλίσει για λογαριασμό ολόκληρου του Πανεπιστημίου ένα άτομο με μεγάλο κοινωνικό κύρος (π.χ. έναν παροπλισμένο εξέχοντα πολιτικό), που χρειάζεται για πολλούς λόγους, έστω και αν τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά του δεν είναι εξ ίσου εξέχοντα. Γιαυτό επιμένω ότι η εκλεκτορικές διαδικασίες πρέπει να είναι ευέλικες για να εξυπηρετούν μια καλά σχεδιασμένη πολιτική προσωπικού και όχι για να ικανοποιούν μεταφυσικές απαιτήσεις αξιοκρατίας και δικαιοσύνης. Άξιος είναι εκείνος που μπορεί άξια να κάνει την δουλειά που χρειάζεται και δίκαιη είναι η διαδικασία που τον αναδείχνει ανάμεσα στους συνυποψήφιούς του χωρίς προκαταλήψεις και νοθευμένες από άλλες παράπλευρες σκοπιμότητες κρίσεις. Πολλές φορές, λ.χ. ένας overqualified ακαδημαϊκός μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από καλό στην εκτέλεση ενός συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως.
Ουσιαστικοποίηση των κριτηρίων.

14. Μπορεί η «αυτοτέλεια» να φτάσει μέχρι και τη δυνατότητα διαφορετικών αμοιβών;



Ναι, εφόσον υπάρχει εκ των προτέρων σύστημα σχετικής διαπραγμάτευσης που να είναι γνωστό και στις δύο πλευρές. Προφανώς, ένα τέτοια σύστημα προϋποθέτει και την λειτουργία συστήματος κινητικότητας του ακαδημαϊκού προσωπικού από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο ή και μέσα στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ενδέχεται κάποιος ακαδημαϊκός να εκτιμάται για συγκεκριμένους λόγους περισσότερο κάπου άλλου και επομένως να μπορεί να εξασφαλίσει εκεί καλλίτερες προϋποθέσεις εργασίας.
Νομίζω ότι ένα τέτοιο σύστημα κινητικότητας (πολύ προσεκτικά μελετημένο) θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχανισμό διαφοροποίησης των πανεπιστημίων μας, που χρειάζεται για μπορεί το καθένα να εξυπηρετήσει αποτελεσματικότερα την «αποστολή» του όπως το ίδιο θα την ορίζει.

15. Υπάρχει λόγος μεταβολής του καθεστώτος των του Ν.407;



Ναι. Πρέπει να μεταβληθεί σε σύστημα πρόσληψης προσωπικού επί θητεία εκεί που οι αντικειμενικές συνθήκες το απαιτούν. Σήμερα είναι σύστημα εξυπηρέτησης (προσωρινής και εν πολλοίς φαύλης) ασαφών αναγκών ή προσωρινής κάλυψης οργανικών αναγκών πού με τον τρόπο αυτό διαιωνίζονται.



16. Υπάρχει λόγος νέας νομοθετικής ρύθμισης των σχετικών με το «άσυλο»;



Χρειάζεται προσεκτικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας και του σκοπού του. Δεν πρέπει να φαίνεται ότι είναι αυτοσκοπός ο αποκλεισμός πάσης δημόσιας αρχής από τους ακαδημαϊκούς χώρους, αλλά ότι σκοπός της δημιουργίας χώρου ασύλου είναι η αποφυγή της καταστολής ιδεών και αντιλήψεων ακόμη και όταν αυτές έχουν αντιθεσμικό περιεχόμενο. Μιλούμε, όμως, για ιδέες και αντιλήψεις και όχι για πράξεις που παραβιάζουν τον Νόμο.

Χρηματοδότηση των ΑΕΙ και Εξασφάλιση της Ποιότητας

17. Πως μπορεί να οδηγηθεί το σύστημα χρηματοδότησης των ΑΕΙ από το σημερινό της «δημόσιας υπηρεσίας» σε ένα σύστημα που θα στηρίζεται στην απόδοση;



Η θεμελιώδης ιδιομορφία του πανεπιστημίου ως κοινωνικού θεσμού/συ­στήματος βρίσκεται στην παραδοχή ότι μέσα από την αυτόνομη λειτουργία του μπορεί το ίδιο να καινοτομεί και να αυτοπροσδιορίζεται ως προς το είδος των υπηρεσιών που παρέχει στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο έχει μεγάλο βαθμό ελευθερίας σε ότι αφορά τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της «αποδοτικότητας» των παραγομένων και παρεχομένων αγαθών και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, αν ένα πανεπιστήμιο δώσει προτεραιότητα σε ότι αφορά την αποστολή του στην εκπαίδευση «αρτίων πολιτών επιστημόνων», με ποιο τρόπο μπορούμε μεσο-βραχυπρόθεσμα να μετρήσουμε την αποδοτικότητά του ως προς αυτόν τον σκοπό του; Δεν μπορεί και δεν πρέπει επομένως να μιλάμε αφηρημένα για μέτρηση αποδοτικότητας, πολύ δε περισσότερο για σύνδεση του μέτρου της με τους όρους επιβίωσης και ανάπτυξης του πανεπιστημίου. έτσι αφηρημένα. Ο μόνος τρόπος για να διασαφηνιστεί το ζήτημα είναι η αξιολόγηση της αποδοτικότητας σύμφωνα με τους σκοπούς και στόχους που θέτει το στρατηγικό σχέδιο κάθε πανεπιστημίου. Μέσα από την διαπραγμάτευση του στρατηγικού σχεδίου με την Πολιτεία θα προσδιοριστούν σχεδόν αυτόματα τόσο η έννοια των ποικίλων δεικτών αποδοτικότητας, όσο και ο τρόπος μέτρησής τους.

18. Ποιος είναι ο ρόλος της αξιολόγησης σε αυτή τη διαδικασία; Πως μπορεί δηλαδή η αξιολόγηση να λειτουργήσει τόσο ως προς την ανάδειξη των ελλείψεων και δυσκολιών, όσο και ως προς την ανταγωνιστική σχέση σε σχέση με την ποιότητα της παρεχόμενης διδασκαλίας και έρευνας;

Γύρω από το θέμα της «αξιολόγησης» έχουν δημιουργηθεί σημαντικές παρανοήσεις που καλλιεργούνται ακριβώς επειδή, αντί το θέμα να συζητείται εκτεταμένα μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, γίνεται αντικείμενο διαχείρισης από τα ΜΜΕ, τους συνδικαλιστές και τις κομματικές οργανώσεις όπου ο καθένας διαμορφώνει την εικόνα κατά το στενότερο συμφέρον του. Πρέπει, λοιπόν, να διακρίνουμε εξ αρχής δύο βασικές όψεις της αξιολόγησης: Η μία όψη αναφέρεται σε μια διαδικασία εκτίμησης και ανάλυσης επιδόσεων και λειτουργικών αποτελεσμάτων και η σύνδεσή τους με τα αίτιά τους. Η όψη αυτή έχει διαμορφωτικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην καλλίτερη διαχείριση των προβλημάτων σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση τν ευκαιριών και δυνατοτήτων. Η δεύτερη οπτική αφορά την αξιολόγηση που γίνεται ceteris paribus, δηλαδή πάνω σε ομογενοποιημένη βάση συγκρισιμότητας, για να διαπιστωθεί η συγκριτική επίδοση κάθε πανεπιστημίου και του αποδοθούν τα σχετικά (πρακτικά ή απλώς ηθικά ή και τα δύο) εύσημα. Δύο διαφορετικές αξιολογήσεις: Της απόδοσης σε σχέση με το στρατηγικό σχέδιο, αφενός και της γενικής με βάση γενικά σταθερότυπα.
Και στις δύο περιπτώσεις η αξιολόγηση στην ουσία πρέπει να είναι διαδικασία ανάλυσης αιτιοτήτων για διάφορες «εκροές» ή λειτουργίες του πανεπιστημίου και όχι απλής συσχέτισης με κάποιες ιδεατές κλίμακες επιδόσεως.
Η σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση έχει διαφορετική έννοια για κάθε μία από τις παραπάνω βασικές οπτικές: Στην περίπτωση της διαμορφωτικής αξιολόγησης, η χρηματοδότηση προφανώς θα είναι εργαλείο διόρθωσης των ελλείψεων και αδυναμιών. Λ.χ. αν διαπιστωθεί ότι η χαμηλή επίδοση στην διδασκαλία σε ένα πανεπιστήμιο οφείλεται σε ελλείψεις της κτηριακής υποδομής του (π.χ αναγκάζει σε μεγάλα ακροατήρια, ελλείψει χώρου για μικρά), είναι προφανώς ότι η χρηματοδοτούσα αρχή πρέπει να έλθει αρωγός για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Στη περίπτωση, όμως, που ένα πανεπιστήμιο υστερεί έναντι των άλλων στην διδακτική επίδοσή του επειδή το ακαδημαϊκό προσωπικό του εκτελεί πλημελλώς τα καθήκοντά του, είναι φανερό ότι εκείνο το ίδρυμα όπου το ακαδημαϊκό προσωπικό βάζει τον καλλίτερο εαυτό του πρέπει να επιβραβευθεί με διάφορους τρόπους, μαζί και χρηματοδοτικούς (π.χ. πριμ καλής διδασκαλίας). Είναι φανερό, ότι οι δύο περιπτώσεις αναφέρονται σε δύο ριζικά διαφορετικές λειτουργίες της αξιολόγησης. Κρίσιμο για την σαφή διάκριση των δύο όψεων είναι ο καλός στρατηγικός σχεδιασμός.
Άλλωστε, η διαδικασία στρατηγικού σχεδιασμού, όταν γίνεται σωστά και με πληρότητα, αποτελεί ή ίδια ποιότητα της ακαδημαϊκής λειτουργίας: Έχει εξαιρετικά ωφέλιμες επιπτώσεις μια διηνεκής απασχόληση του ακαδημαϊκού προσωπικού με την αναγνώριση των δυνατοτήτων του, την επισήμανση των προκλήσεων και ευκαιριών και την συνεχή βελτίωση της σχέσης αποτελέσματος/μέσων και πόρων. Πρόκειται για την καλλιέργεια μιας νέας και εξαιρετικά κοινωνικά χρήσιμης οργανωσιακής κουλτούρας που την έχουν ανάγκη τα πανεπιστήμιά μας για να ξεφύγουν από το σημερινό τέλμα τους.

19. Υπάρχει ρόλος για κάποια Ανεξάρτητη Αρχή; Καινούργια;



Νομίζω ότι η υφιστάμενη μπορεί να βελτιωθεί σε ορισμένα σημεία της και τα λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ασφαλώς χρειάζεται επαγγελματισμός στην διαμόρφωση των λειτουργικών δομών και δραστηριοτήτων της Ανεξάρτητης Αρχής για να αποφευχθούν ορισμένοι ερασιτεχνισμοί του παρόντος.

20. Ποιος ο ρόλος του προγραμματισμού και των πολυετών συμβάσεων στη διαδικασία της χρηματοδότησης με βάση την απόδοση;

Καίριος και κεφαλαιώδης από πολλές πλευρές. Στο θέμα αυτό αναφέρθηκα σποραδικά σε προηγούμενες παραγράφους, συνδέοντάς το με καίρια υπό συζήτηση ζητήματα. Συνοπτικά, ο προγραμματισμός που καταλήγει σε μακροχρόνιες συμβάσεις δεν αποτελεί απλώς καλό εργαλείο οργάνωσης της αποδοτικότητας ενός οργανισμού, αλλά και πρωταρχικό στοιχείο της οργανωσιακής κουλτούρας του που το καθιστά δυναμικό απέναντι στις προκλήσεις και στις ευκαιρίες και το οδηγεί σε συνειδητοποίηση (πρακτική) των κοινωνικών ευθυνών του.

21. Πως μπορεί να μετριέται η απόδοση έτσι ώστε να μην καταλήξει το σύστημα σε ακόμα μεγαλύτερη εμπέδωση της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας;

Μόνο σε αναφορά προς προκαθορισμένους στόχους. Άρα προέχει ο στρατηγικός σχεδιασμός. Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα τεχνικό για το οποίο υπάρχει εκτεταμένη και αποτελεσματική διεθνής γνώση και τα τεχνογνωσία. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι να ασχοληθούμε με το ζήτημα με τον πρόσφορα επαγγελματισμό και να αποφύγουμε τους συνηθισμένους ερασιτεχνισμούς που κατά κανόνα καταστρέφουν τις καλές ιδέες.

22. Η ανταγωνιστική χρηματοδότηση ερευνητικών σχεδίων και προγραμμάτων μπορεί να αποτελέσει κίνητρο αριστείας;

Ναι, αλλά με μέτρο και σωστό προγραμματισμό. Εν προκειμένω απαιτείται καλή επίγνωση των επιδιωκόμενων σκοπών όταν υποθάλπεται ο ανταγωνισμός. Δεν πρόκειται για μεταφυσική έννοια και μεταφυσικό στόχο. Υπάρχουν συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ανταγωνισμός μπορεί να αποβεί ζημιογόνος. Γιαυτό καλό είναι να εξειδικεύουμε το θέμα και να ξεκαθαρίζουμε το πώς απαντάμε στο καίριο ερώτημα: «Ποιος είναι στόχος μια και είναι άραγε η ανάπτυξη ανταγωνισμού το κατάλληλο μέσο για την επίτευξή του στην συγκεκριμένη περίπτωση;» Υπάρχει πληθώρα περιπτώσεων όπου αντί για ανταγωνισμό να απαιτείται «συναγωνισμός» ή και συνεργασία ή συνέργεια. Εδώ δεν παίζουμε με τις λέξεις. Ο κάθε όρος έχει τα ακριβή συμφραζόμενά του.


Κατοχύρωση πτυχίων, πανεπιστημιακών προσόντων

Μερικές προκαταρτικές παρατηρήσεις είναι απαραίτητες.
Η υπερβολική (ενίοτε αποκλειστική) συσχέτιση των πανεπιστημιακών σπουδών με την απονομή και πιστοποίηση επαγγελματικών δικαιωμάτων έχει σε μεγάλο βαθμό παραμορφώσει την συζήτηση γύρω από το πανεπιστημιακό ζήτημα. Ειδικά στην (μεταβατική) εποχή μας η παραμόρφωση αυτή κάνει τεράστια ζημιά. Η μεγάλη παρανόηση και η εξ αυτής διαστροφή του σκοπού του πανεπιστημίου. Προς τι η κρατικοποίηση του επαγγελματικού δικαιώ­ματος? Θυμίζω ότι βασική κατάκτηση της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και πρακτικής υπήρξε η αποδέσμευση των πανεπιστημιακών σπουδών από την Θεολογία και την επαγγελματική κατάρτιση των προνομιακών επαγγελμάτων (νομικά, ιατρική). Στη νεώτερη εποχή μας υπήρξε κατάκτηση πολιτισμική το ότι τα πανεπιστήμια ακολούθησαν μια τακτική που συνδύαζε την σπουδή των επιστημών της φιλοσοφίας και των τεχνών με επαγγελματικούς στόχους διακριτούς από την γενική παιδεία που παρέρχονταν ως υπόβαθρο. Η κατάκτηση αυτή πάει χέρι-χέρι με το όλο δόγμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτονομίας. Η ασφυκτική σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με την επαγγελματική κατάρτιση (που είναι η σημερινή τάση) μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε εξαρτήματα ενός μόνο από τους συντελεστές της σύγχρονης κοινωνίας και του πολιτισμού μας, δηλαδή την αγορά (εργασίας). Αν το παρακάνουμε, τότε τι νόημα έχει η ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτονομία για ένα θεσμό που υπηρετεί δουλικά τις απαιτήσεις – άρα και τις σκοπιμότητες- του μοναδικού θεσμού της κοινωνίας που δεν γνωρίζει πολιτισμικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις? Γιατί άραγε δεν τέθηκε ποτέ θέμα ακαδημαϊκής αυτονομίας για τις επαγγελματικές και τεχνικές σχολές; Αν προσπαθήσει να απαντήσει κανείς σε αυτό το απλό ερώτημα θα καταλάβει πόσο μπέρδεμα γίνεται με την επίμονη επικέντρωση της σχέσης των πανεπιστημίων με την επαγγελματική κατάρτιση.
Επιπλέον, η κρατική ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όσο επιθυμητή και αν είναι για λόγους δημοσίου συμφέροντος (μόνο) δεν παύει να αναπαράγει και μια συντεχνιακή κοινωνική αντίληψη που δεν έχει καμιά σχέση με το ιδανικό της φιλελεύθερης παιδείας.
Χρειάζεται, λοιπόν, μέτρο στη πραγμάτευση αυτής της πλευράς της εκπαιδευτικής πολιτικής. Υπό το πρίσμα αυτό, ιδού μερικές ειδικότερες σκέψεις με αφορμή το ερώτημα:
(α) Η κατοχύρωση των πτυχίων πρέπει να αφορά μόνο την πιστοποίηση της ποιότητας των πραγματικών σπουδών που το καθένα τους αντικατοπτρίζει. Κάθε σκέψη για την διάκριση ανάμεσα σε «κρατικά» και μη, ή κάθε συσχέτιση με τον τρόπο εισαγωγής (με πανελλαδικές εξετάσεις, ή με ελεύθερη επιλογή όπως γίνεται σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού) απλώς αναπαράγει μια φιλοσοφία (και συνήθεια) που επικρατεί στον τόπο μας για την διανομή προνομίων μέσω πιστοποίηση τυπικών προϋποθέσεων. Επομένως, το μόνο που έχουμε είναι να πιστοποιούμε ότι το τάδε πτυχία αντικατοπτρίζει την επιτυχή περαίωση του τάδε συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών και συγκρίνεται θετικά με τον δείνα σταθερότυπο σπουδών. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι έχουμε αξιολογήσει τα πανεπιστήμια (προφανώς και τα δικά μας) για να μπορούμε εκφέρουμε έγκυρη γνώμη ως προς την ουσία και την ποιότητα των σπουδών που παρέχουν και την αντικειμενικότητα της πιστοποίησης της πραγματικής επίδοσης του φέροντος το κάθε πτυχίο. Αυτά είναι τα πραγματικά ζητήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε.

(β) Τα παραπάνω απαντούν και στο ερώτημα της πιστοποίησης των πανεπιστημιακών προσόντων. Χρειάζεται συστηματική και αναλυτική αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών αλλά και της εκπαιδευτικής διαδικασίας που οδηγεί στην απονομή των πτυχίων. Τι αξία για παράδειγμα έχει ένα πτυχίο που απονέμεται απλώς με την μέθοδο της …. ανταμοιβής για τον χρόνο παραμονής στο πανεπιστήμιο (πρακτική που εκτεταμένα ακολουθείται δυστυχώς σε πολλά τμήματα) ?

23. Υπάρχουν περιθώρια κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων άσχετα με τα επιστημονικά προσόντα; Ή πάντως να μην καταστούν τα επαγγελματικά δικαιώματα αποκλειστικό κριτήριο οργάνωσης σπουδών κ.λπ;

Η ευρω-αμερικανική παράδοση είναι ότι τα επαγγελτικά δικαιώματα πιστοποιούνται από τις επαγγελματικές ενώσεις και όχι από το Κράτος μέσω των δημόσιων πανεπιστημίων. Επομένως, η όλη συζήτηση που διεξάγεται στη χώρα μας αποτελεί ελληνικό «παράδοξο». Μια κραυγαλέα έκφραση του υποβόσκοντος κρατισμού που έχει πάρει χαρακτήρα πολιτισμικού ιδιωματος στη χώρα μας (θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνηθεί το γιατί).
Προφανώς, κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών (κατά Τμήμα) λαβαίνεται, και ορθώς, υπόψη η σχέση που πρέπει να έχει η δομή της σπουδής με τις απαιτήσεις ενός ή περισσοτέρων συναφών επαγγελμάτων. Η επιμονή, όμως, για την έκδοση των περιβόητων Υπουργικών Αποφάσεων για την αντιστοίχηση πτυχίων προς επαγγελτικά δικαιώματα είναι απλούστατα συνέπεια της (τεχνητής) ανάγκης να ρυθμιστεί η σχέση τυπικών προσόντων ως προϋποθέσεις για την κατάληψη κάποιος δημόσιας ή οιονεί δημόσιας θέσης. Η τακτική αυτή, βαθειά ριζωμένη στην εκπαιδευτική κουλτούρα μας, έχει κάνει μεγάλη ζημιά στην ποιότητα και το περιεχόμενο των σπουδών: Προσανατολίζει περισσότερο σε μια διοικητική ρύθμιση ενός είδους ράντας του πτυχίου με την μορφή του κατοχυρωμένου επαγγελματικού δικαιώματος παρά σε μια σωστή προδιαγραφή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που εγγυώνται την κοινωνικά εγγυημένη προσφορά συγκεκριμένων επαγγελματικών υπηρεσιών. Πιστεύω ότι είναι ανάγκη να εξυγιανθεί το σύστημα. Οι επαγγελματικές ενώσεις, με την εποπτεία της Πολιτείας ως εγγυητή ενάντια σε οποιαδήποτε συντεχνιακή απόκλιση, πρέπει να αποκτήσουν την αρμοδιότητα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων στους πτυχιούχους. Το πανεπιστήμιο πρέπει να εγγυάται την αρτιότητα της επιστημονικής εκπαίδευσης σύμφωνα με ένα πρόγραμμα σπουδών, που μεταξύ άλλων θα ανταποκρίνεται και σε απαιτήσεις επαγγελματικής απασχόλησης. Η εγγύηση της επαγγελματικής επάρκειας ανήκει στο χώρο της προστασίας του πολίτη και του καταναλωτή και όχι στην απονομή τεχνητών ή έστω και ουσιαστικών δικαιωμάτων προσόδου (rent) από την τυπική κτήση ενός διπλώματος. Μπορούμε, επί του προκειμένου να ακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή σε συνδυασμό με την αμερικανική τακτική.
Είναι προφανές, ότι στα πλαίσια μιας τέτοιας εκσυγχρονιστικής ρύθμισης, τα Πανεπιστήμια θα οφείλουν να προσθέσουν τις επαγγελματικές ενώσεις, αλλά και τις ενώσεις πολιτών που προασπίζουν τα δικαιώματα του καταναλωτή υπηρεσιών, στους συζητητές τους όταν καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών τους. Η σχέση αυτή, ασφαλώς, δεν πρέπει να εκφυλιστεί σε σχέση υποταγής στα υποτιθέμενα συντεχνιακά κελεύσματα, ή στα κελεύσματα της αγοράς. Το πανεπιστήμιο έχει να παίξει ρόλους που υπερβαίνουν (αν και καλύπτουν εν μέρει) τόσο τις ανάγκες της αγοράς όσο και των επαγγελματικών (καλώς εννοούμενων) συμφερόντων.

24. Τι αλλαγές πρέπει να δρομολογήσουμε ως προς τα έτη σπουδών κ.λπ. και την υποχρέωση ταξινόμησης σε βαθμούς των πανεπιστημιακών προσόντων;



Η συζήτηση για τα έτη σπουδών έχει προσλάβει σχεδόν … μεταφυσικό χαρακτήρα στη χώρα μας. Μέσα από την κουλτούρα των τυπικών προσόντων που έχει καλλιεργηθεί ως θεμέλιο της ονομαστικής αξίας των πτυχίων, γίνεται εν πολλοίς πλήρης παρανόηση και της όλης συζήτησης που διεξάγεται στα πλαίσια της διαδικασίας της Μπολόνια.
Τα έτη σπουδών απαντούν στο ερώτημα «πόσο χρόνος χρειάζεται για να εκτελεστεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών». Εμείς μεταφυσικοποιούμε το ερώτημα ψάχνοντας να βρούμε απάντηση στο σουρεαλιστικό ερώτημα «πόσα χρόνια χρειάζονται για να πάρουμε το τάδε πτυχίο». Μια ακραία απάντηση στο ερώτημα με την μορφή αυτή θα ήταν « Τρία λεπτά μετά την κατάθεση σχετικής αιτήσεως στον κοντινότερο μπακάλη» !
Στα πλαίσια της Μπολόνια η συζήτηση γίνεται με δεδομένη την κοινή άκρες μέση εμπειρία των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων για τον χρόνο που χρειάζεται ένας μέσος φοιτητής για να ολοκληρώσει τις σπουδές του με ένα δεδομένο πρόγραμμα σπουδών. Εμείς, κατά κανόνα, συζητούμε (βλ. Γενικές συνελεύσεις τμημάτων) για το πόσα χρόνια χρειάζονται για ένα πτυχίο, με ανοιχτό τον λογαριασμό του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η παρακολούθηση ενός ακατανόητου εν πολλοίς προγράμματος σπουδών. Ως πρόεδρος Τμήματος βρέθηκα πρίν λίγα χρόνια σε αδυναμία να πιστοποιήσω το εύρυθμο των σπουδών φοιτήτριάς μου προς την αρμόδια Γερμανική αρχή που την στήριζε με ειδική υποτροφία: Απλούστατα, εφαρμόζοντας στα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά σταθερότυπα που οι ίδιοι οι Γερμανοί αρμόδιοι που παρείχαν ως βοήθημα για να εκτιμήσω τον «φόρτο εργασίας» της φοιτήτριας, έβγαζα ότι η δύστυχη έπρεπε να δουλεύει ….26 ώρες το εικοσιτετράωρο για να είναι συνεπής με τις «επιλογές» των μαθημάτων του τυπικού εξαμήνου της ! Το γιατί; Μα απλούστατα το πρόγραμμα σπουδών είχε καταρτιστεί με γνώμονα την παροχή ευκαιρίας ανεξάρτητης διδασκαλίας σε όλο το διδακτικό προσωπικό του Τμήματος, και όχι με στάθμιση ενός προτύπου σπουδών που συνεπαγόταν και αντίστοιχο (λογικό) φόρτο εργασίας (παρακολούθηση, μελέτη, ασκήσεις και ενδιάμεσες εκπαιδευτικές διαδικασίες).
Με λίγα λόγια, τα έτη σπουδών πρέπει να προκύπτουν από τον συνδυασμό απαιτούμενης ύλης και εναλλακτικού κόστους του χρόνου σπουδών. Να βρεθεί ή άριστη τομή των δύο αυτών παραγόντων. Επομένως, απαιτείται μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο θέτουμε το σχετικό ερώτημα για να μπορέσουμε να δώσουμε λογική απάντηση.
Κατά πάσα πιθανότητα, με λογικά δομημένα προγράμματα σπουδών ( αλλά με αυτή την απαράβατη προϋπόθεση) το δόγμα της Μπολόνια 3+2+5 κάνει νόημα και σε εμάς. Εκτός αν ανήκουμε σε διαφορετικό … ανθρώπινο ή μη είδος!